«Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις,ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: "που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα", αλλά , ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».
Θ. Κολοκοτρώνης
«…ήταν μια επανάσταση ενάντια στη φεουδαρχία και την καταπίεση, που εκφραστές της δεν ήταν μόνο οι Οθωμανοί πασάδες και μπέηδες αλλά και οι ντόπιοι προύχοντες, κοτζαμπάσηδες και δεσποτάδες.»
Γιάννης Κορδάτος
Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
11 σχόλια:
Ο αφορισμός της Μπουμπουλίνας
[Πρόκειται για τον αφορισμό της ηρωίδας από τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε , που έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 1820. Επίσημη αφορμή για την πράξη αυτή φέρεται μία κληρονομικής φύσεως οικογενειακή διαφορά μεταξύ των δύο υιών του δευτέρου συζύγου της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας και των προγονών της Γιάννη και Παντελή Μπούμπουλη με την ίδια. Το Πατριαρχείο αντί άλλης μεσολαβητικής ενέργειας επέβαλε σφοδρό επιτίμιο στη Σπετσιώτισσα καπετάνισσα και αγωνίστρια. Η αυστηρότητα αυτής της απόφασης, που καθίσταται πρόδηλη και από τη λεκτική της διατύπωση, υπεμφαίνει, ότι τα βαθύτερα αίτια που την προκάλεσαν θα πρέπει να αποδοθούν στις πολιτικές συνεργασίες του Φαναρίου με την Υψηλή Πύλη.]
• «Γρηγόριος ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης.
» Ιερώτατε Μητροπολίτα Ναυπλίου και Άργους και υπέρτιμοι, ευλαβέστατοι ιερείς, τιμιώτατοι κοτζαμπασίδες και χρήσιμοι προεστώτες της επαρχίας ταύτης και της νήσου Σπέτζης, χάρις είη υμίν και ειρήνη παρά Θεού. [...] αποφαινόμεθα συνοδικώς μετά των περί ημάς ιερωτάτων Αρχιερέων και υπερτίμων, των εν αγίω Πνεύματι αγαπητών ημών αδελφών και συλλειτουργών, ίνα η ρηθείσα Λασκαρίνα, αν μη, άμα το ακούσαι και ιδείν το παρόν ημών συνοδικόν γράμμα, τον Θεόν φοβηθείσα και την αιώνιον κόλασιν εν νω θεμένη, [...] και οι γιγνώσκοντες τους έχοντας και κρύπτοντας πράγματα η άσπρα του αποθανόντος, [...] οποίοι αν ώσιν, άνδρες η γυναίκες, συγγενείς η ξένοι, ομού αφωρισμένοι υπάρχωσι, και κατηραμένοι, και ασυγχώρητοι, και μετά θάνατον άλυτοι, και τυμπανιαίοι· αι πέτραι και ο σίδηρος λυθείησαν, αυτοί δε μηδαμώς· κληρονομήσειαν την λέπραν του Γιεζή και την αγχόνην του Ιούδα, στένοντες είεν και τρέμοντες επί της γης ως ο Κάιν, η οργή του Θεού είη επ’ αυτούς, έχοντες και τας αράς πάντων των απ’ αιώνος αγίων και των οσίων τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων Πατέρων. Η δε ρηθείσα Λασκαρίνα προφανώς ελεγχομένη και τη πεισμονή αυτής εμμένουσα υπάρχοι και έξω της του Χριστού Εκκλησίας, μηδείς εκκλησιάσοι αυτήν, η αγιάσοι, η θυμιάσοι, η αντίδωρον αυτή διδώ, έως ποιήση ως γράφομεν και τότε συγχωρηθήσεται.
» αωκ (1820) εν μηνί Οκτωβρίω· ινδικτιώνος θ .
» Ο Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος. Ο Καισαρείας Μακάριος, ο Νικαίας Μακάριος, ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, ο Τυρνάβου Ιωσήφ, ο Κυζίκου Γρηγόριος, ο Σίφνου Σαμουήλ.»
Ύβρεις Π.Π. Γερμανού κατά Δικαίου-Παπαφλέσσα
• «Όθεν οι μεν Πελοποννήσιοι έμειναν εν αμηχανία περί του πρακτέου, βλέποντες το παράκαιρον και ανέτοιμον· ο δε Δικαίος, άνθρωπος απατεών και εξωλέστατος, περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή τίνι τρόπω να ερεθίση την ταραχήν του Έθνους, δια να πλουτίση εκ των αρπαγών, τους εβεβαίωνεν, ότι είναι τα πάντα έτοιμα.» (Παλαιών Πατρών Γερμανού, «Απομνημονεύματα», σελ. 21.)
Άγιον Όρος κατά Εμμανουήλ Παπά
[Έγγραφο των ηγουμένων των δεκαεννέα υπολοίπων μονών του Αγίου Όρους προς τους μοναχούς της Μονής Εσφιγμένου.]
• «Εις την πανοσιότητά σας, άγιοι πατέρες του ιερού κοινοβίου Εσφιγμένου. Χθες ο ενδοξότατος ημών Χασεκή αγάς μας σας έγραψε μουρασελέν, δια να πιάσετε ενέχειρον τον Άρχοντα Παπάν (=Εμ. Παπάς, έμπορος, αρχηγός της Επανάστασης των Ελλήνων της Μακεδονίας) και τους λοιπούς, καθώς και ο ίδιος σας έγραψε. Λοιπόν σας γράφομεν και ημείς οι των είκοσι ιερών μοναστηρίων Προϊστάμενοι, οι εν τη Ιερά Συνάξει, να κάμετε το ίδιον ομοφώνως, δηλαδή να μας τους φέρετε ενταύθα αναμφιβόλως και τους ζητούμεν από εσάς αφεύκτως. Και ιδού οπού στέλλομεν επίτηδες ανθρώπους, δια να τους πάρουν. Και όσοι ακολουθούν τον Άρχοντα από τους εντοπίους πατέρας, να τον αφήσουν και να επιστρέψουν εις τα κελλιά των. Ειδέ και φανούν παρήκοοι, θέλουν υποπέσει εις οργήν μεγάλην, και θέλουν χάσει και τα οσπίτιά των. Ομοίως και όσοι άλλοι πιασθούν έχουν να παιδεύωνται. Ταύτα προς είδησίν σας και εμμένομεν.
» 1821-18 Νοεμβρίου.
» Άπαντες οι εν τη Κοινή Συνάξει των δεκαεννέα ιερών μοναστηρίων του Αγίου Όρους Προϊστάμενοι.»
Μητροπολίτης Ιωαννίνων κατά «κακούργων» Σουλιωτών
• «Ευγενείς προεστώτες και λοιποί κάτοικοι της Πάργας, σας εύχομαι και σας ευλογώ πατρικώς.
» Ένας καλός και άγρυπνος ποιμήν χρεωστεί να προφυλάττη πάντοτε τα πρόβατά του από κρημνούς, βράχους και άγρια θηρία, και τότε τα κερδίζει και τα χαίρεται· και εγώ λοιπόν ως καλός ποιμήν των λογικών μου προβάτων χρεωστώ να προφυλάττω αυτά πάντοτε από πάσαν βλάβην και απώλειαν· και άλλοτε σας έγραψα, και προφορικώς, όταν απέρασα από την πατρίδα σας, ωμίλησα και σας εσυμβούλευσα πνευματικώς και πατρικώς να τραβήξετε χέρι από τους Σουλιώτας, να μη τους δίδετε καμμίαν βοήθειαν, ούτε εις τον τόπον σας να τους δέχησθε, επειδή είναι κακούργοι και φερμανλίδες (= επικηρυγμένοι) από το δοβλέτι, και όποιος δέχεται τοιούτους κακούργους πίπτει και αυτός εις την ιδίαν οργήν του υψηλού δοβλετίου, και εις το τέλος αφανίζεται από το πρόσωπον της γης.
» Σεις όμως, η από ανοησίαν σας η ισχυρογνωμίαν σας η ξένας κακάς συμβουλάς παρακινούμενοι, δεν εδώκατέ ποτε ακρόασιν και κλίσιν εις τας πατρικάς και σωτηριώδεις δια την πατρίδα σας νουθεσίας μου· ακούτε και ακολουθάτε, ως μανθάνω, τας συμβουλάς του (σ.σ αγωνιστή Χριστόφορου) Περραιβού, ο οποίος σας απατά, δεν ηξεύρετε, ότι αυτός με κάποιον Ρήγαν Θεσσαλόν (= Φεραίον) και άλλους μερικούς παρομοίους λογιωτάτους συνεννοημένοι με τους Φραντζέζους εσκόπευον να κάμνουν επανάστασιν κατά του κραταιοτάτου Σουλτάνου; Αλλ’ ο μεγαλοδύναμος θεός τους επαίδευσε κατά τας πράξεις των με τον θάνατον, οπού τους έπρεπε, μόνος δε ο Περραιβός εσώθη δια τας ιδικάς σας αμαρτίας· λοιπόν, αν θέλητε την σωτηρίαν και ευτυχίαν σας, τραβάτε χέρι, ως προείπα, από την φιλίαν των Σουλιωτών και συμβουλάς του Περραιβού, και ζητήσατε το γρηγορώτερον την χάριν και σκέπην του υψηλοτάτου Βεζύρη (=Αλή Πασσά), την οποίαν ελπίζω να την λάβετε, επειδή, όταν ιδώ την μετάνοιάν σας, θέλει προσπέσω εις τα γόνατά του να τον παρακαλέσω να συγχωρήση τα απερασμένα σφάλματά σας, οπού αρνηθήκατε την συμφωνίαν οπού εκάμετε με την υψηλότητά του, και είμαι βέβαιος ότι δεν θα πέση κάτω ο ριτζάς μου (=η διαταγή μου)· εάν όμως μείνητε αμετανόητοι, καθώς έως τώρα, τότε ο Θεός μέλλει να σας παιδεύση δια την παρακοήν σας, και το κρίμα των φαμελιών σας ας ήναι εις τον λαιμόν σας και εις τούτον και εις τον άλλον κόσμον· εγώ το πνευματικόν και πατρικόν χρέος το έκαμα, όθεν δεν σας μένει πλέον κανένα παράπονον εναντίον μου και υγιαίνετε.
» Ιωάννινα 1801, Ιουλίου 5.
» Ιερόθεος Μητροπολίτης Ιωαννίνων
και εν Χριστώ ευχέτης.»
Ο αφορισμός των Ελλήνων αρματολών το 1805
[Το συνοδικό αυτό αφοριστικό του πατριάρχη Καλλινίκου έχει ημερομηνία αωε (1805), Οκτωβρίου κε (25).]
• «Καλλίνικος ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης.
» Θεοφιλέστατε αρχιεπίσκοπε Δημητζάνης, εν αγίω Πνεύματι αγαπητέ αδελφέ και συλλειτουργέ της ημών μετριότητος, κυρ Φιλόθεε, και εντιμότατοι κληρικοί, ευλαβέστατοι ιερείς και τίμιοι προεστώτες και δημογέροντες και κοτζαμπασίδες και πρόκριτοι και λοιποί απαξάπαντες ευλογημένοι χριστιανοί της επαρχίας ταύτης, τέκνα εν Κυρίω ημών αγαπητά, χάρις είη υμίν και ειρήνη παρά Θεού. Η κραταιοτάτη και ευεργετικωτάτη εις ημάς βασιλεία, το δικαιότατον και πολυχρονιώτατον δοβλέτι, με το να προνοήται πάντοτε δια την ησυχίαν και καλήν κατάστασιν όλων των υπηκόων και πιστών ραγιάδων, όπου είναι υποκείμενοι εις την βασιλικήν του επικράτειαν και με το να επαγρυπνή και προστάζη με πάσαν δύναμιν όλους τους ηγεμόνας και κυβερνήτας, όπου ευρίσκονται εις κάθε χώραν και τόπον δια να έχουν μεγάλην επιστασίαν και προσοχήν εις εκείνα, οπόσα αρμόζουν εις εξολόθρευσιν και τέλειον αφανισμόν των κακοποιών ανθρώπων και εις εκείνα οπού συγχύζουσι και προξενούν ταραχήν εις την κοινήν και την κατά μέρος ασφάλειαν δια την αποφυγήν της δεινής τιμωρίας και παιδεύσεως, τας οποίας είναι απαραίτητον να πάθωσι και δοκιμάσωσι όσοι από εσάς φέρονται εναντίοι της υψηλής προσταγής από κακοπροαίρετον γνώμην τους. […]
» Και κατά το παρόν με το να εβεβαιώθη η κραταιοτάτη βασιλεία και το υψηλόν δοβλέτι, ότι πολλοί κακοποιοί κλέπται από τους ιδίους μωραΐτας παραφυλάττουν εις ταις στράταις και σκοτώνουν κρυφίως και με απάτην τους διαβάτας και άλλοι πάλιν αυθαδώς με όπλα και άρματα αντιστέκονται μετά των σεϊμένιδων. Από το άλλο μέρος πολλοί από τους κοτζαμπασίδες και δημογέροντας (χωρίς να έχετε είδησιν εσείς οι ιερωμένοι, ως είμεθα βέβαιοι) με μίαν πρόφασιν, ότι εις τον τάδε καζάν εφάνησαν κλέπται και εσκότωσαν τον τάδε διαβάτην και ακολούθως δια να ταιριαχθώσιν εδόθησαν τόσα άσπρα και άλλοτε πάλι λέγουν ότι οι κλέπται έπιασαν τον τάδε άνθρωπον εις την στράταν και τον επήραν σκλάβον και δια την εξαγοράν του εδόθησαν τόσα άσπρα και με αυτάς τας αιτίας χαρατζώνουσι με πλήθος άσπρων τους πτωχούς ραγιάδες, χωρίς έλεος και καμμίαν συνείδησιν και κερδίζουν άσπρα ασεβώς και παρανόμως και κάνουσι τον εαυτόν τους όμοιον με τους κακοτρόπους κλέπτας και, δια να είπωμεν καλύτερα, χειρότερον από αυτούς και νομίζουσιν ένα τυχερόν εύρημα το να είναι οι κλέπται, δια τα εδικά τους τέλη και κέρδη, και ακολούθως όχι ότι δεν συμβοηθούσιν, αλλά και εκ του εναντίον κρυφίως και με τρόπους πλαγίους και μυστικούς γίνονται εμπόδιον εις την καταστροφήν και αφανισμόν αυτών των κακοποιών κλεπτών. Και επειδή κάθε πρόφασις και αιτία είναι αβέβαιος και ανεμπίστευτος, ότι δεν έχουν καμμίαν μετοχήν με τους κλέπτας οι μωραΐταις, ωσάν οπού ο Μωρέας από όλα τα μέρη κατά την φυσικήν κατάστασιν είναι περιτρυγισμένος με θάλασσαν και διατρέφει πάντοτε τους ιδίους μωραΐτας και με ευκολίαν φυλάττεται σίγουρα από κάθε διάφορον εμβασίαν των κακοποιών αυτών από τα έξω μέρη και το περισσότερον, οπού έχει και διωρισμένους δια περισσοτέραν φύλαξιν τόσους και τόσους μπελουκμπασίδες, τζερβετζίδες και άλλους καπομπασίδες εις κάθε πολιτείαν και χωρίον. […]
Συνεχίζεται
» α) Κεφάλαιον προστάζει ότι εις οποίον χωρίον η τζιφλίκι ευθύς οπού φανώσιν οι κλέπται, οι προεστώτες και δημογέροντες εκείνων των χωρίων φανερώνοντες εις τους κοτζαμπασίδες του καζά, εκεί οπού υποτάσσονται τα χωρία και τζιφλίκια, έχουσι χρέος οι κοτζαμπασίδες χωρίς αργοπορίαν να πιάνωσι τους τοιούτους κλέπτας και να τους δίδωσι εις τον βοϊβόνδαν και ζαπίτην (Τούρκους χωροφύλακες) και εις τους αγιάννηδες, από τους οποίους να αποστέλλωνται εις τον Μόρα βαλή πασιά εφέντην μας, δια να λάβωσι κατά νόμους τα επίχειρα της κακίας των. Ανίσως δε οι ρηθέντες προεστώτες και δημογέροντες του χωρίου και τζιφλικίου η οι κοτζαμπασίδες των καζάδων από αμέλειάν των ήθελε φανώσιν ενάντιοι εις την υψηλήν βασιλικήν προσταγήν, παραβλέποντες τους τοιούτους κακοποιούς κλέπτας, αφ’ ου δοκιμάσωσι βαρυτάτην και μεγάλην ζημίαν εις άσπρα θέλει θανατωθώσι με σκληρόν και πικρόν θάνατον, δια να γίνουν και παράδειγμα εις όλους. […]
» β) Όλοι οι κοτζαμπασίδες του καθ’ ενός καζά έχουσι χρέος να βάλωσιν όλους τους ευρισκομένους ραγιάδες εις τα χωρία και τζιφλίκια εις τους αναμεταξύ των κεφιλεμέδες, ώστε οπού να υπόσχεται ο ένας δια τον άλλον, και από τους κοτζαμπασίδες να πέρνωνται ιδιοχείρως γεγραμμένοι κεφιλεμέδες και να απερνούν εις το σιγκίλλι του ιερού μεχκαμέ της Τριπολιτζάς.
» γ) Το εναντίον δε μεταξύ εις αυτούς τους κεφιλεμέδες, οποίος από τους ραγιάδες ήθελε φανή κλέπτης και κακοποιός, ο μητροπολίτης εκείνος όπου ορίζει τον καζάν εκείνον, από τον οποίον ευγαίνουν οι κλέπται, θέλει αποδιωχθή από την επαρχίαν του, με απόφασιν κατά το παλαιόν υψηλόν φερμάνι, ότι να μην πέρνη ποτέ άλλην επαρχίαν.
» δ) Κατά τον κεφιλεμέ οπού ήθελε γένη, οποίος από τους ραγιάδες ήθελε σκοτώση κανένα άπταιστον, οι πρώτοι κοζαμπασίδες του καζά εκείνου η του χωρίου η τζιφλικίου, οπού ήθελε γένη ο φόνος, έχουσι χρέος να παραστήσωσι τον φονέα, παραδίδοντές τον εις τον βοϊβόνδαν και αγιάννηδες, από τους οποίους να στέλλεται ο φονεύς με ιλάμι της ιεράς κρίσεως εις τον υψηλότατον πασιά εφέντην μας.
» ε) Τα πράγματα και υπάρχοντα του φονέως με ίζινι της ιεράς κρίσεως, να πωλώνται και να δίδωνται εις τους κληρονόμους του σκοτωμένου• αν ίσως και ο φονεύς εκείνος δεν ήθελεν έχει πράγματα και μούλκια, πρέπει εκείνοι οπού ευρίσκονται εις τον καζάν εκείνου η εις το χωρίον η εις το τζιφλίκι, εις το οποίον έγινε ο φόνος δια δυσώπησιν και ανάπαυσιν των κληρονόμων του φονευθέντος θέλει αποδοθή και η τιμή του αίματος και να δίδουν και υπόσχεσιν ότι ανίσως και ο φονεύς εκείνος ήθελε φύγει να μη γυρίση εις το εξής πώποτε οπίσω εις τον καζάν εκείνον η εις το χωρίον η εις το τζιφλίκιον. [...]
» Ανίσως όμως καθένας από σας δια την πλεονεξίαν του, δια να ωφελή τον εαυτόν του, κατατυραννή ασεβώς και βασανίζη τους πτωχούς ραγιάδες με παράνομα και άδικα χαράτζια και παρσίματα και νομίζη ένα τυχηρόν εύρημα δια τα χωριστά άλλα τέλη το να ευρίσκωνται κακοποιοί εις αυτήν την λησταρχικήν ζωήν, και χαίρωνται εις τα φονικά, και προδίδουν τους ανθρώπους δια να σκοτώνωνται, ούτος θέλει πέση εις τας πολιτικάς παιδείας και εις τας εκκλησιαστικάς ημών κατάρας και αφορισμούς καθώς και συνοδικώς γράφοντες αποφαινόμεθα εναντίον εις τους τοιούτους, ότι όταν εις το εξής δεν ήθελε κάμωσι με προθυμίαν και μεγάλην υπομονήν, κατά τας σταλείσας υψηλάς βασιλικάς προσταγάς και φερμάνια και δεν ήθελε παύσωσιν από τας τοιαύτας ασυγχώρητους κακίας και πονηρίας, υπάρχωσιν αφωρισμένοι, κατηραμένοι και ασυγχώρητοι, και μετά θάνατον άλυτοι, και τυμπανιαίοι και πάσαις ταις πατριαρχικαίς και συνοδικαίς αραίς υπεύθυνοι και ένοχοι του πυρός της γεέννης, και τω αιωνίω αναθέματι υπόδικοι• όθεν, δια να μην πάθετε τα τέτοια μισητά και αποτρόπαια, ποιήσατε ως γράφομεν εξ αποφάσεως• η δε του Θεού χάρις είη μεθ’ υμών.
» αωε (1805). Οκτωβρίου κε (25).
» Κωνσταντινουπόλεως Καλλίνικος και εν Χω αδελφός και ευχέτης» κ.τ.λ.
ΑΝΤΑΡΤΗΣ
ΚΛΕΦΤΗΣ
ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ
ΠΑΝΤΑ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΛΑΟΣ
ΜΗΠΩΣ ΖΕΙΣ ΣΕ ΑΛΛΗ ΧΩΡΑ?
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης απηύθυνε στην Πνύκα, τον πιο κάτω λόγο προς τους νέους του Α΄ Γυμνασίου της Αθήνας:
Παιδιά μου!
Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ' αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ' αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ' ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.
Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ' απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.
συνέχεια...
Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα• διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.
Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.
συνέχεια...
Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!.
Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ' αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ισως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ' επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
συνέχεια...
Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και ή γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα ή παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η όποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας, δεν είναι προσωρινός, αλλ' η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι όποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους.
Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε• και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.
Τελειώνω το λόγο μου.
Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!
Δημοσίευση σχολίου