Πέμπτη 23 Απριλίου 2009

ΑΡΓΟΚΟΙΛΙΩΤΙΣΣΑ


Αύριο είναι της Αργοκοιλιώτισας και στα πλαίσια της ιστορικής και όχι θεολογικής γνώσης, θεωρώ πως είναι επίκαιρη μια συγκέντρωση αναρτήσεων που έγιναν από ανώνυμο σχολιαστή σε σχετικό παλαιότερο θέμα μας. Πάντα οι ιστορικές αναφορές έχουν ιδιαίτερο γνωστικό ενδιαφέρον
Την περίοδο 1830-1840 συνέβησαν στο χωριό Βόθροι (Κόρωνος) Νάξου διάφορα περιστατικά εξ αιτίας των διαδόσεων των λεγόμενων «ονειρευάμενων», δηλαδή μερικών χωρικών, οι οποίοι αφηγούνταν ότι έβλεπαν στον ύπνο τους την Παναγία να τους λέει: «να πάνε στο Αργοκοίλι, να σκάψουν για να βρουν την εικόνα της». Δεν ήταν εξ άλλου μακριά η εποχή που βρέθηκε στη γειτονική Τήνο η εικόνα της Μεγαλόχαρης 30.1.1823), κατόπιν οράματος της μοναχής Πελαγίας. Τα γεγονότα της Τήνου και ο θρύλος που τα περιέβαλε εξήψαν τη φαντασία των χωρικών και συνέτειναν στην εκδήλωση παρόμοιων φαινομένων στο χωριό Βόθροι της ορεινής Νάξου στη δεκαετία 1830-1840. Το 1831 τρία αδέλφια από τους Βόθρους άρχισαν να διαδίδουν στο χωριό ότι έβλεπαν όνειρα που τους έλεγαν να πάνε στο Αργοκοίλι να σκάψουν για να βρουν κάποιες εικόνες. Πήγαιναν πράγματι και έσκαβαν, χωρίς όμως αποτέλεσμα.Το 1835 τρεις άλλοι Βοθριάτες (Χρ.Μανωλάς, Μ. Σαχάς, Ι. Μαγγιόρος, μετά από όνειρα, σκάβουν στην ίδια περιοχή, αλλά δεν βρήκαν εικόνες, παρά μόνο ανθρώπινα οστά. Έχτισαν εκεί ένα κελί. Οι διηγήσεις των «ονειρευάμενων» προκαλούν στους χωρικούς έντονα θρησκευτικά συναισθήματα, που οδηγούσαν συχνά σε ομαδικές παρακρούσεις. Πολλά άτομα πάθαιναν σεληνιασμό και ο κόσμος πίστευε ότι ήταν δαιμονισμένοι.
Επειδή η κατάσταση συχνά έπαιρνε ανεξέλεγκτες διαστάσεις, ακόμη και στα γύρω χωριά σις 23.1.1836 ο Επίσκοπος Παροναξίας Γαβριήλ (πρώην Τήνου), προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτά τα φαινόμενα, που ξεπερνούσαν τα όρια της θρησκευτικής πίστης και λατρείας, απευθύνθηκε στον Έπαρχο του νησιού και ζήτησε τη σύσταση 4μελούς Επιτροπής «από άνδρας νουνεχείς και ευσεβείς και ουχί δυσιδαίμονας», προκειμένου να ασχοληθούν «περί της υποθέσεως Βοθρών». Παράλληλα στις 6.2.1836 εξέδωσε «επιτίμιον» (αφορισμό) και το έστειλε στον Πρωτονοτάριο Βοθρών και τους λοιπούς ιερείς των χωριών Βοθρών, Σκαδού, Τρικοκκιές, Κεραμωτής, για να διαβαστεί «επ’ εκκλησίας» ώστε να απαλλαγούν «από τοιαύτας φαντασίας και να μην ταράττουν τον κόσμον εις το εξής».
Στις 22.3.1836 διαδόθηκε πάλι στους Βόθρους από τους γνωστούς «ονειρευάμενους-ονειρομάντεις» ότι την ημέρα του Ευαγγελισμού θα βρεθεί στο Αργοκοίλι η εικόνα. Η φήμη απλώθηκε αστραπιαία σ’ ολόκληρο το νησί και είχε ως αποτέλεσμα να συγκεντρωθεί την ημέρα του Ευαγγελισμού πλήθος κόσμου στο Αργοκοίλι. Ο Επίσκοπος και ο Έπαρχος Νάξου έστειλαν άτομα για να παρακολουθήσουν από κοντά την κατάσταση. Την ημέρα εκείνη δυο «ονειροφάντες» μπήκαν σε μια σπηλιά «…καθοδηγημένοι από θεϊκό όραμα» και βρήκαν σε αρκετό βάθος και μέσα σε μια σχισμή στα βράχια, τρεις εικόνες, τις οποίες παρέδωσαν στους ιερείς και τις ανέβασαν σε ψηλό σημείο για να τις δει ο κόσμος. Η σπηλιά αυτή ονομάστηκε αργότερα «Αγία Εύρεση» (στο χώρο μπροστά απ’ τη σπηλιά είναι κτισμένος ο ναός της Αγίας Άννας). Ο δεσπότης με απόφασή του στις 21.4.1836 απαγορεύει να πλησιάζουν στο σπήλαιο μέχρι να πάει ο ίδιος εκεί. Εξέδωσε και «επιτίμιον» (αφορισμός) για να διαβαστεί σε όλες τις εκκλησίες και να σταματήσουν οι φαντασίες και τα όνειρα του Χριστόδουλου και του Μανώλη. Για τον Μανώλη γράφει ο Επίσκοπος ότι πάσχει από σεληνιασμό και υποψιάζεται ότι το ίδιο συμβαίνει και με τον Χριστόδουλο. «μην πλανάσθε διατί ο Σατανάς σκάβει με μυρίους τρόπους να πλανεύει τους Χριστιανούς». Στις 23 Απριλίου 1836, στην ευρύτερη περιοχή του Αργοκοιλιού, στην τοποθεσία «Θόλος» βρέθηκε το μικρό εικόνισμα που υπάρχει σήμερα, ανάγλυφο από κηρομαστίχα, έργο κατά την παράδοση του ευαγγελιστή Λουκά, που απεικονίζει από τη μία όψη τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και από την άλλη τη Βάπτιση του Χριστού. Την ημέρα εύρεσης της εικόνας του Ευαγγελισμού βρισκόταν στο Αργοκοίλι και ο Δεσπότης Παροναξίας.
Στις 27 Απριλίου 1836 η Ι. Σύνοδος ζητεί από την κυβέρνηση την άδεια αποστολής Εξάρχου στη Νάξο με σκοπό να εξετάσει επί τόπου όσα συμβαίνουν «περί των εκεί εις εύρεσιν εικόνων εξ οπτασιών διατρεξάντων», κατόπιν και σχετικών αναφορών του Νομάρχη Κυκλάδων, από τις οποίες προκύπτει ότι ιερείς της περιοχής και μοναχοί «υποστηρίζοντες τας οπτασίας των λαοπλάνων υποκινούν τον «όχλο». Η Γραμματεία των Εκκλησιαστικών ζητεί επίσης από την Ι. Σύνοδο να στείλει εκπροσώπους της στη Νάξο, για να εξετάσουν τα συμβαίνοντα και να επιβάλουν τα «κανονικά επιτίμια» στους παρεκτραπέντες κληρικούς και να ηρεμήσουν τον κόσμο. Αποφασίζεται τελικά να αποσταλεί ο Πρωτοσύγκελλος Αττικής Θεοδώρητος Μαρμαράς και ενημερώνεται γι’ αυτό ο Επίσκοπος Νάξου. Η Ι. Σύνοδος δίνει λεπτομερείς οδηγίες στον Έξαρχο Θ. Μαρμαρά για τις τις κινήσεις και τις ενέργειές του στη Νάξο. Η αποστολή στην Νάξο απεσταλμένου της Ιεράς Συνόδου καταδεικνύει τη σοβαρότητα των γεγονότων και τις διαστάσεις που έχουν πάρει πανελληνίως
Στις 16 Μαΐου 1836 ο Έξαρχος φθάνει στη Νάξο και την επομένη μεταβαίνει στους Βόθρους, όπου κατορθώνει να πείσει τους κατοίκους να μεταφέρουν από το Αργοκοίλι τις εικόνες στο χωριό. Σε ενημερωτική επιστολή του στην Ι. Σύνοδο εκφράζει την ελπίδα ότι θα σταματήσουν τις «οικοδομές που κάνουν στο Αργοκοίλι».Στις 21 Μαΐου οι ιερείς των Βοθρών υπογράφουν ενώπιον του Εξάρχου υποσχετικό γράμμα ότι, χωρίς την έγκριση της εκκλησιαστικής αρχής, δεν θα λειτουργήσουν, ούτε θα μεταφέρουν στο Αργοκοίλι τις εικόνες που βρέθηκαν εκεί,.Ο Έξαρχος σε άλλη αναφορά του προς τη Σύνοδο στις 18.6.1836 με τίτλο «περί των ανατρεξάντων εις Νάξον εις τα χωρία των Βόθρων προς ανεύρεσιν των εκείσε ανακαλυφθεισών εικόνων», περιγράφει λεπτομερώς όσα συνέβησαν στην Κόρωνο και το Αργοκοίλι. Από επιστολές του Επισκόπου στην Ι. Σύνοδο στις 20 Ιουνίου και στις 10 Σεπτεμβρίου 1836 προκύπτει ότι η κατάσταση δεν άλλαξε με την επίσκεψη του Εξάρχου. Οι γνωστοί «ονειροπόλοι» Μανώλης και Ιωάννης άρχισαν πάλι νέες ανασκαφές στο Αργοκοίλι για να βρούν …σταυρό και …αγίασμα. Η Γραμματεία των εκκλησιαστικών με έγγραφό της στην Ι. Σύνοδο αναφέρει ότι από λαοπλάνους διαδίδεται στην περιοχή Βοθρών ότι στις 14 Σεπτεμβρίου θα βρεθούν στο Αργοκοίλι εικόνες, χρυσός σταυρός και πηγή με αγίασμα. Ο Επίσκοπος ζητά από τις τοπικές αρχές και τον Δήμαρχο Κορωνίδος να πάρουν μέτρα. Ο Διοικητής Νάξου κάλεσε τον Δήμαρχο και του ζήτησε να εμποδίσει την ανασκαφή και από τον Επίσκοπο ζήτησε να απαγορεύσει στους ιερείς να πάρουν μέρος. Οι ενέργειες αυτές απέδωσαν, οι κάτοικοι της περιοχής δεν κινητοποιήθηκαν και οι λαοπλάνοι απέτυχαν στην προσπάθειά τους. Ο Διοικητής Νάξου κατηγορεί τον τοπικό Επίσκοπο ότι δείχνει αδράνεια. Ο Επίσκοπος αντίθετα με έγγραφό του στη Σύνοδο στις 24.10.1836 κατηγορεί τον Διοικητή ότι αδυνατεί να εμποδίσει τις ανασκαφές στο Αργοκοίλι. Ο Επίσκοπος υποστηρίζει ότι αντέδρασε έγκαιρα, ότι ενημέρωσε τον διοικητή και ότι οι ιερείς από τότε που έλαβαν το επιτίμιο και έδωσαν το υποσχετικό αποφεύγουν την εξωεκκλησιαστική θρησκευτική δράση. Το ίδιο πράττουν και οι λαϊκοί, είτε από αδιαφορία, είτε από το φόβο του αφορισμού. Σε έγγραφο με ημερομηνία 28.4.1837, που υπογράφει ο Οικονόμος των χωρίων Δρυμαλίας, αναδεικνύεται το κλίμα των ημερών εκείνων.
Στις 25.2.1837 οι ιερείς της Κορώνου με τη σύμφωνη γνώμη των κατοίκων υπέγραψαν έγγραφο ενώπιον του συμβολαιογράφου Εμμ. Βλησίδη στην Κόρωνο, με το οποίο διόρισαν ως πληρεξούσιους αντιπροσώπους τους τον Δημήτριο Αναγνώστη Μανωλά και τον Ιωάννη Νικηφόρου Χουζούρη, «γεωργούς το επάγγελμα, κατοίκους εδώ», για να υποβάλουν στον βασιλιά Όθωνα αίτηση χορήγησης άδειας ανέγερσης ναού στο Αργοκοίλι, στο όνομα της Παναγίας. Η αίτηση υποβλήθηκε, αλλά άδεια ανέγερσης ναού δεν δόθηκε. Εν τω μεταξύ μερικοί «πονηροί χρησμολόγοι», εκμεταλλευόμενοι και την απουσία του Διοικητή της Χωροφυλακής από τη Νάξο, εμφανίζονται και πάλι στους Βόθρους και ενεργούν ανασκαφές στο Αργοκοίλι. Αυτά αναφέρει ο Επίσκοπος ΠΑροναξίας σε έγγραφό του προς την Ιερά Σύνοδο στις 6.4.1837 και καταλήγει ότι ενημέρωσε τον υπομοίραρχο, αλλά αυτά δεν θα σταματήσουν «αν δεν λάβουν την πρέπουσαν παιδείαν οι θεομπαίχτες». Τον Μάρτιο του 1838 βρέθηκε και 5η εικόνα στο Αργοκοίλι.
Στις 19.4.1838 η Εκκλησιαστική Επιτροπή Νάξου με την υπογραφή του μέλους της ιερομόναχου Δωρόθεου Τζιώτη, αναφέρεται σε διαδόσεις που κυκλοφόρησαν στους Βόθρους ότι στις 25 Μαρτίου θα βρεθούν και άλλες εικόνες στο Αργοκοίλι. Η επιτροπή με εγκύκλιό της κάλεσε τους ιερείς του Δήμου Κορωνίδος να μην παρευρεθούν στις ανασκαφές, Ο Δωρ. Τζιώτης ζητεί από την Ι. Σύνοδο να πάρει μέτρα κατά των «λαοπλάνων» και των τριών ιερέων της περιοχής και ιδιαιτέρως αναφέρεται στη δράση του ιερέα Γεωργίου Κορρέ «όστις συνέταξε και το φυλλάδιον της ανευρέσεως» και σημειώνει ο Δωρόθεος: «ενήργησα εξομολογήσεις περί του τρόπου καθ’ όν ανευρέθησαν αι νέαι εικόναι των οποίων αντίγραφα εσωκλείω προς πληροφορίαν της Ιεράς Συνόδου». Η επιτροπή προτείνει τη βαριά τιμωρία των ιερέων με τη μετάθεσή τους σε άλλη επαρχία.Σε γραπτή κατάθεσή τους στις 28.3.1838 οι ιερείς Βοθρών Ιακ. Πρωτονοτάριος και Γεωργ. Κορρές αναφέρουν ότι συνόδευσαν τις εικόνες που βρέθηκαν και κατέβηκαν στο σπήλαιο όπου γίνονταν οι ανασκαφές, επειδή ο κόσμος που συγκεντρώθηκε (4.300) τους πίεζε και τους απειλούσε ότι θα τους σκοτώσει, αν δεν ακολουθήσουν και αναφέρουν ότι έκαμαν παράκληση στη σπηλιά και μετά μπήκε ο «ονειροπόλος» Ιωάννης και έβγαλε την «αγίαν εικόνα», την προσκύνησε ο κόσμος και μετά την πήραμε και την μεταφέραμε στην Αγία Μαρίνα στην Κόρωνο. Η εικόνα ήταν μαύρη και γεμάτη λάσπες.
Ο διοικητής Νάξου Γ. Οικονομίδης στις 31.3.1838, με αναφορά του στον Εισαγγελέα πρωτοδικών Σύρου, αναφέρεται στον φανατισμό και την παραφορά που προκαλούν οι δεισιδαιμονίες στα χωριά του Δήμου Κορωνίδας, αλλά και στις παραλείψεις των αρχών, οι οποίες δεν εφαρμόζουν τους νόμους, ώστε τέτοια φαινόμενα να εξαλείφονται. Ελλείψει μέτρων, συνεχίζει: «οι ιεροφάντες εκείνοι απατεώνες ατιμωρητί διαδίδοντες τα ενύπνιά των, επάρθησαν την υπέρ αυτών ευήθειαν» και ζητά ο διοικητής τη συνδρομή του Εισαγγελέα για να περιστείλει το κακό που γίνεται, επισημαίνοντας ότι «άθλιοι ιεροφάντες» παραπλανούν τον κόσμο διαδίδοντας ότι «κατ’ αποκάλυψιν θείαν προς αυτούς» θα βρεθούν εικόνες στο Αργοκοίλι και θα γίνουν θαύματα την ημέρα της 25ης Μαρτίου. Οι «ονειρευάμενοι» κλήθηκαν από τη Διοίκηση για νουθεσία, τους απαγόρευσαν να διαδίδουν τέτοια πράγματα και επίσης να μην επιχειρήσουν καμία ανασκαφή στην περιοχή. Αυτοί όμως μόλις επέστρεψαν στα χωριά τους συνέχισαν να διαδίδουν τα οράματά τους και καλούσαν τον κόσμο στις 25 Μαρτίου στην Αγία Μαρίνα. Πράγματι την ημέρα εκείνη μαζεύτηκαν πολλοί στην εκκλησία των Βόθρων και μετά τη λειτουργία «εν πομπή μετέβησαν στο Αργοκοίλι» για την εύρεση της εικόνας. Όταν έφθασαν εκεί, συνεχίζει ο Διοικητής στην αναφορά του, ο «ιεροφάντης» Ιωάννης Μαγγιόρος μπήκε στο σπήλαιο έσκαψε και βρήκε, όπως είπαν, μια εικόνα που τη μετέφεραν στην Αγία Μαρίνα. Ο Διοικητής ζητεί από τον Εισαγγελέα την άσκηση δίωξης εναντίον των τριών «ιεροφαντών», του Χριστόδουλου Μανωλά, του Εμμ. Σαχά και του Ιω. Μαγγιόρου, για διάδοση «επιβλαβών προλήψεων και ιδεών».
Ο Εισαγγελέας Εφετών Αθήνας με έγγραφό του προς την γραμματεία Δικαιοσύνης στις 12 Απριλίου 1838 ενημερώνει ότι ο προκάτοχός του στις 3.4.1837 είχε παραγγείλει στον Εισαγγελέα πρωτοδικών Σύρου να ασκήσει δίωξη εναντίον του Αναγνώστη Μανωλά, επειδή διέδιδε διάφορες προφητείες και παραπλανούσε τους αμαθείς. Την ανάκριση ανέλαβε ο υπομοίραρχος Νάξου, ο οποίος όμως δεν προέβη σε καμία ενέργεια. Το ίδιο έπραξε και ο εισαγγελέας Σύρου. Η ολιγωρία αυτή ενθάρρυνε τους τρεις Βοθριάτες οι οποίοι στις 25.3.1838 επανέλάβαν τις ενέργειές τους (μιλούσαν και πάλι για όνειρα και έκαναν ανασκαφές στο Αργοκοίλι). Ο Εισαγγελέας Εφετών παρήγγειλε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Σύρου να συνεχίσει την ανάκριση για την πράξη αυτή, που είναι απάτη και σε συνεργασία με τον διοικητή Νάξου να προβεί στη σύλληψη των τριών και αυτό να γίνει χωρίς φασαρία.
Στις 25.2.1837 οι ιερείς της Κορώνου με τη σύμφωνη γνώμη των κατοίκων υπέγραψαν έγγραφο ενώπιον του συμβολαιογράφου Εμμ. Βλησίδη στην Κόρωνο, με το οποίο διόρισαν ως πληρεξούσιους αντιπροσώπους τους τον Δημήτριο Αναγνώστη Μανωλά και τον Ιωάννη Νικηφόρου Χουζούρη, «γεωργούς το επάγγελμα, κατοίκους εδώ», για να υποβάλουν στον βασιλιά Όθωνα αίτηση χορήγησης άδειας ανέγερσης ναού στο Αργοκοίλι, στο όνομα της Παναγίας.Η αίτηση υποβλήθηκε, αλλά άδεια ανέγερσης ναού δεν δόθηκε.Εν τω μεταξύ μερικοί «πονηροί χρησμολόγοι», εκμεταλλευόμενοι και την απουσία του Διοικητή της Χωροφυλακής από τη Νάξο, εμφανίζονται και πάλι στους Βόθρους και ενεργούν ανασκαφές στο Αργοκοίλι.Αυτά αναφέρει ο Επίσκοπος ΠΑροναξίας σε έγγραφό του προς την Ιερά Σύνοδο στις 6.4.1837 και καταλήγει ότι ενημέρωσε τον υπομοίραρχο, αλλά αυτά δεν θα σταματήσουν «αν δεν λάβουν την πρέπουσαν παιδείαν οι θεομπαίχτες».Τον Μάρτιο του 1838 βρέθηκε και 5η εικόνα στο Αργοκοίλι.
Στις 19.4.1838 η Εκκλησιαστική Επιτροπή Νάξου με την υπογραφή του μέλους της ιερομόναχου Δωρόθεου Τζιώτη, αναφέρεται σε διαδόσεις που κυκλοφόρησαν στους Βόθρους ότι στις 25 Μαρτίου θα βρεθούν και άλλες εικόνες στο Αργοκοίλι.Η επιτροπή με εγκύκλιό της κάλεσε τους ιερείς του Δήμου Κορωνίδος να μην παρευρεθούν στις ανασκαφές, Ο Δωρ. Τζιώτης ζητεί από την Ι. Σύνοδο να πάρει μέτρα κατά των «λαοπλάνων» και των τριών ιερέων της περιοχής και ιδιαιτέρως αναφέρεται στη δράση του ιερέα Γεωργίου Κορρέ «όστις συνέταξε και το φυλλάδιον της ανευρέσεως» και σημειώνει ο Δωρόθεος: «ενήργησα εξομολογήσεις περί του τρόπου καθ’ όν ανευρέθησαν αι νέαι εικόναι των οποίων αντίγραφα εσωκλείω προς πληροφορίαν της Ιεράς Συνόδου». Η επιτροπή προτείνει τη βαριά τιμωρία των ιερέων με τη μετάθεσή τους σε άλλη επαρχία.Σε γραπτή κατάθεσή τους στις 28.3.1838 οι ιερείς Βοθρών Ιακ. Πρωτονοτάριος και Γεωργ. Κορρές αναφέρουν ότι συνόδευσαν τις εικόνες που βρέθηκαν και κατέβηκαν στο σπήλαιο όπου γίνονταν οι ανασκαφές, επειδή ο κόσμος που συγκεντρώθηκε (4.300) τους πίεζε και τους απειλούσε ότι θα τους σκοτώσει, αν δεν ακολουθήσουν και αναφέρουν ότι έκαμαν παράκληση στη σπηλιά και μετά μπήκε ο «ονειροπόλος» Ιωάννης και έβγαλε την «αγίαν εικόνα», την προσκύνησε ο κόσμος και μετά την πήραμε και την μεταφέραμε στην Αγία Μαρίνα στην Κόρωνο. Η εικόνα ήταν μαύρη και γεμάτη λάσπες.
Ο διοικητής Νάξου Γ. Οικονομίδης στις 31.3.1838, με αναφορά του στον Εισαγγελέα πρωτοδικών Σύρου, αναφέρεται στον φανατισμό και την παραφορά που προκαλούν οι δεισιδαιμονίες στα χωριά του Δήμου Κορωνίδας, αλλά και στις παραλείψεις των αρχών, οι οποίες δεν εφαρμόζουν τους νόμους, ώστε τέτοια φαινόμενα να εξαλείφονται. Ελλείψει μέτρων, συνεχίζει: «οι ιεροφάντες εκείνοι απατεώνες ατιμωρητί διαδίδοντες τα ενύπνιά των, επάρθησαν την υπέρ αυτών ευήθειαν» και ζητά ο διοικητής τη συνδρομή του Εισαγγελέα για να περιστείλει το κακό που γίνεται, επισημαίνοντας ότι «άθλιοι ιεροφάντες» παραπλανούν τον κόσμο διαδίδοντας ότι «κατ’ αποκάλυψιν θείαν προς αυτούς» θα βρεθούν εικόνες στο Αργοκοίλι και θα γίνουν θαύματα την ημέρα της 25ης Μαρτίου.Οι «ονειρευάμενοι» κλήθηκαν από τη Διοίκηση για νουθεσία, τους απαγόρευσαν να διαδίδουν τέτοια πράγματα και επίσης να μην επιχειρήσουν καμία ανασκαφή στην περιοχή. Αυτοί όμως μόλις επέστρεψαν στα χωριά τους συνέχισαν να διαδίδουν τα οράματά τους και καλούσαν τον κόσμο στις 25 Μαρτίου στην Αγία Μαρίνα.Πράγματι την ημέρα εκείνη μαζεύτηκαν πολλοί στην εκκλησία των Βόθρων και μετά τη λειτουργία «εν πομπή μετέβησαν στο Αργοκοίλι» για την εύρεση της εικόνας. Όταν έφθασαν εκεί, συνεχίζει ο Διοικητής στην αναφορά του, ο «ιεροφάντης» Ιωάννης Μαγγιόρος μπήκε στο σπήλαιο έσκαψε και βρήκε, όπως είπαν, μια εικόνα που τη μετέφεραν στην Αγία Μαρίνα. Ο Διοικητής ζητεί από τον Εισαγγελέα την άσκηση δίωξης εναντίον των τριών «ιεροφαντών», του Χριστόδουλου Μανωλά, του Εμμ. Σαχά και του Ιω. Μαγγιόρου, για διάδοση «επιβλαβών προλήψεων και ιδεών».
Ο Εισαγγελέας Εφετών Αθήνας με έγγραφό του προς την γραμματεία Δικαιοσύνης στις 12 Απριλίου 1838 ενημερώνει ότι ο προκάτοχός του στις 3.4.1837 είχε παραγγείλει στον Εισαγγελέα πρωτοδικών Σύρου να ασκήσει δίωξη εναντίον του Αναγνώστη Μανωλά, επειδή διέδιδε διάφορες προφητείες και παραπλανούσε τους αμαθείς. Την ανάκριση ανέλαβε ο υπομοίραρχος Νάξου, ο οποίος όμως δεν προέβη σε καμία ενέργεια. Το ίδιο έπραξε και ο εισαγγελέας Σύρου. Η ολιγωρία αυτή ενθάρρυνε τους τρεις Βοθριάτες οι οποίοι στις 25.3.1838 επανέλάβαν τις ενέργειές τους (μιλούσαν και πάλι για όνειρα και έκαναν ανασκαφές στο Αργοκοίλι). Ο Εισαγγελέας Εφετών παρήγγειλε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Σύρου να συνεχίσει την ανάκριση για την πράξη αυτή, που είναι απάτη και σε συνεργασία με τον διοικητή Νάξου να προβεί στη σύλληψη των τριών και αυτό να γίνει χωρίς φασαρία.
Σε έγγραφο του Αντιεισαγγελέα Σύρου Βασιλειάδη στις 16.4.1838 προς τη Γραμματεία Δικαιοσύνης γίνεται αναφορά στα γεγονότα του 1836 στους Βόθρους και στις διαδόσεις για όνειρα σχετικά με την ανεύρεση εικόνων στο Αργοκοίλι. Τότε, συνεχίζει το έγγραφο, βρέθηκαν διάφορες εικόνες και είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου. Το επόμενο έτος επαναλήφθηκαν τα ίδια γεγονότα και έγιναν και πάλι ανασκαφές προς ανεύρεση εικόνων. Ο Αντιεισαγγελέας αναφέρει ότι οι ίδιες διαδόσεις επαναλήφθηκαν από τους τρεις ιεροφάντες και το 1838 πριν από τις 25 Μαρτίου, ότι δηλαδή την ημέρα της 25 Μαρτίου θα βρεθούν εικόνες στο Αργοκοίλι, ότι θα γίνουν θαύματα κ.λπ. Και πράγματι, αναφέρει ο Αντιεισαγγελέας, την ημέρα εκείνη συγκεντρώθηκαν στην Αγία Μαρίνα Κορώνου οι τρεις «ιεροφάντες» και πλήθος κόσμου. Μετά το τέλος της λειτουργίας το πλήθος με τους ιερείς και «τον κορυφαίον των ιεροφαντών Ιω. Μαγγιόρο μετέβησαν εν θρησκευτική παρατάξει εις το μέρος ένθα ο ονειροφάντης ούτος διέδωσεν την κατ’ αποκάλυψιν εύρεσιν νέας εικόνος». Αφού έφθασαν στο Αργοκοίλι ο Μαγγιόρος μπήκε στο σπήλαιο μόνος και αφού έσκαψε βρήκε νέα εικόνα την οποία μετέφεραν στην Αγία Μαρίνα στους Βόθρους.Η Εισαγγελία διενέργησε ανακρίσεις για τα γεγονότα αυτά, από τις οποίες προέκυψε ότι οι τρεις ιεροφάντες μάζεψαν πολλά αφιερώματα και χρήματα από τους πιστούς και τα έδωσαν σε επιτροπή που διορίστηκε επειγόντως από τον Έπαρχο και εικάζεται ότι μπορεί να καταχράστηκαν κάποια από τα αφιερώματα και τα χρήματα. Ο Αντιεισαγγελέας προτείνει την παραπομπή των τριών «επί πταίσματι κατά το άρθρον 63 του ποινικού νόμου» και η δίκη να γίνει σε άλλο πταισματοδικείο εκτός Νάξου, όπως αυτό της Ερμούπολης.Πέραν της άσκησης δίωξης κατά των τριών «ιεροφαντών», η Γραμματεία της Δικαιοσύνης με έγγραφό της προς τη Γραμματεία Εκκλησιαστικών στις 31.8.1838 προτείνει τη μεταφορά της εικόνας που βρέθηκε, μακριά από τη Νάξο, προκειμένου να σταματήσουν όλα όσα συμβαίνουν. Η Γραμματεία των Εκκλησιαστικών απευθύνεται στην Ι. Σύνοδο της Εκκλησίας στις 18.9.1838 και ζητεί τη μεταφορά της εικόνας εκτός Νάξου, καθώς και την έκδοση των απαιτούμενων διαταγών.
Στις 2.11.1838 ο Διοικητής Νάξου απευθύνεται στους Επιτρόπους της Επισκοπής Νάξου και διατάσσει τη μεταφορά των εικόνων στην εκκλησία της Μητρόπολης, επειδή τα φαινόμενα με τα οράματα και την αναζήτηση εικόνων συνεχίζονται. Πράγματι οι εικόνες μεταφέρθηκαν από τον Δήμαρχο Κορωνίδος μέσα σε δυο κιβώτια στη Μητρόπολη. Το ένα κιβώτιο περιείχε την εικόνα της Παναγίας της Αργοκοιλιώτισσας «περιαργυρωμένην και κεχρυσωμένην» και το άλλο κιβώτιο διάφορα τεμάχια παλαιών εικόνων και ανάμεσά τους και ένα μικρό «ανάγλυπτον».Η Εκκλησιαστική Επιτροπή της Μητρόπολης με το έγγραφο από 7.11.1838 παρέλαβε κατόπιν διαταγής της Διοίκησης, τις εικόνες που βρέθηκαν στο Αργοκοίλι σε δυο κιβώτια: «η μεν περιαργυρωμένη και κεχρυσωμένη εις το εν, τα δε 4 τεμάχια εντός του ετέρου κιβωτίου». Τα κιβώτια η επιτροπή τα τοποθέτησε στο ιερό βήμα του ναού της μητρόπολης σε ένα «δουλάπιον». Το έγγραφο παραλαβής υπογράφουν ο Αρχιμανδρίτης Δ. Μαθάς και ο ηγούμενος Δωρόθεος Τζιώτης.
Η Εκκλησιαστική Επιτροπή του ναού της Μητρόπολης στις 14.11.1838 με έγγραφό της ενημερώνει την Ι. Σύνοδο για την παραλαβή και φύλαξη των εικόνων στη Μητρόπολη και ζητεί οδηγίες για το αν θα μείνουν οι εικόνες ασφαλισμένες στα κιβώτια ή αν θα εκτεθεί η εικόνα της Παναγίας στο προσκυνητάριο «ως είναι και η θέλησις των κατοίκων της Νάξου». Με την πρόταση της Εκκλησιαστικής επιτροπής να τοποθετηθεί η εικόνα της Παναγίας στο προσκυνητάριο, διαφώνησε ο Διοικητής Νάξου Αμβροσιάδης, ο οποίος με έγγραφό του υποστηρίζει ότι η τοποθέτηση της εικόνας στο προσκυνητάριο του ναού μπορεί να αναζωπυρώσει τον φανατισμό και τις προλήψεις, ενώ εκφράζει και φόβους μήπως η εικόνα κλαπεί από φανατικούς και μεταφερθεί στο Αργοκοίλι, οπότε θα αρχίσουν πάλι οι ψευδοπροφήτες να δημιουργούν προβλήματα και προτείνει να παραμείνει η εικόνα σφραγισμένη στο κιβώτιο μέσα στο ιερό βήμα. Σημειώνει επίσης ότι αυτή δεν έχει: «…μορφήν εικόνος, αλλά τετραγώνου επιμήκους σεσαθρωμένου ξύλου, το μέγεθος του οποίου μόλις είναι τα 2/10 του βασ. Πήχεως, επί του οποίου εσχάτως απεικονίσθη το πρόσωπον της Υπεραγίας Θεοτόκου και του Δεσπότου Χριστού, μόνα τα οποία το αργυρούν περίβλημα συγχωρεί να θεωρούνται».
Την 1.2.1839 η Γραμματεία επί των Εκκλησιαστικών (Υπουργείο Παιδείας) προτείνει στην Ι. Σύνοδο να εκτεθούν οι εικόνες προς προσκύνηση στο ναό της Μητρόπολης Παροναξίας στη Χώρα, γιατί είναι ασέβεια να παραμένουν κλεισμένες σε κιβώτια και την ευθύνη της φύλαξής τους να την έχουν οι υπεύθυνοι του ναού. Κατόπιν αυτού ο εφημέριος του ναού της Μητρόπολης Βικέντιος Ιερ. Γιαννούτζος στις 18.2.1839 παρέλαβε τις εικόνες από την εκκλησιαστική επιτροπή με την υπόσχεση να τις φυλάττει κλειδωμένες σε ντουλάπι στο ιερό βήμα του ναού. Ο ίδιος όμως παραβίασε τα συμφωνηθέντα και κρυφά άρχισε να τις εκθέτει για να τις προσκυνούν. Μετέφερε μάλιστα την εικόνα της Παναγίας κρυφά σε ένα σπίτι και έκαμε αγιασμό. Στις 4.7.1839 η Εκκλησιαστική Επιτροπή κατήγγειλε το γεγονός αυτό στην Ι. Σύνοδο. Ο εφημέριος το διέψευσε, αλλά η Επιτροπή κάρφωσε το ντουλάπι με τα δυο κιβώτια, τα σφράγισε με τη σφραγίδα της και πρότεινε να τεθεί ο εφημέριος σε προσωρινή αργία. Επιτροπή που εξέτασε τον εφημέριο για το ζήτημα αυτό αποφάνθηκε τελικά ότι είναι αθώος και ότι οι εικόνες φυλάσσονται στο ιερό βήμα με ασφάλεια σφραγισμένες σε δυο κιβώτια.Από την ημέρα της μεταφοράς των εικόνων στην εκκλησία της μητρόπολης Παροναξίας στη Χώρα και επί 90 και πάνω χρόνια αγνοούνταν η μικρή εικόνα της Αργοκοιλιώτισσας, η οποία χάθηκε κατά τρόπο αδιευκρίνιστο. Βρέθηκε στις 3 Ιανουαρίου 1930, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Τον Σεπτέμβριο του 1840 έφθασε στους Βόθρους ένας Αθηναίος- Βοθριάτης από τη μάνα του- ονόματι Παν. Γεωργιάδης, «αναφορογράφος» στο επάγγελμα. Ο Γεωργιάδης άρχισε να συζητά στα καφενεία και τις γειτονιές του χωριού για το Αργοκοίλι, τις εικόνες, την εκκλησία που πρέπει να χτιστεί εκεί. Με τις συζητήσεις αυτές ξεσήκωσε τους χωριανούς και με τη βοήθεια των ιερέων του χωριού διοργάνωσε συγκέντρωση στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας στην οποία πέτυχε τον σκοπό του και έπεισε τους βοθριάτες να τον κάνουν γενικό και ειδικό πληρεξούσιό τους ενώπιον της Ι. Συνόδου, για να προωθήσει το αίτημα για την ανέγερση εκκλησίας στο Αργοκοίλι και για την επιστροφή των εικόνων. Ο Γεωργιάδης, ως νόμιμος πληρεξούσιος των κατοίκων των Βόθρων, με επιστολή του στην Ι. Σύνοδο στις 25.11.1840 διαμαρτύρεται, επειδή άνθρωποι που δεν θέλουν την ανέγερση της εκκλησίας, με επιβουλές και ραδιουργίες επηρέασαν την κυβέρνηση ότι η εύρεση των εικόνων αποτελεί σχέδιο κάποιων «επί σκοπώ αισχροκερδείας». Διαμαρτύρεται επίσης ότι εξ αιτίας αυτών των ενεργειών οι τρεις που οραματίστηκαν την εύρεση των εικόνων δικάστηκαν στη Σύρο ως λαοπλάνοι, αλλά αθωώθηκαν και ζητεί από την Ι. Σύνοδο να δοθεί άδεια ανέγερσης εκκλησίας στο Αργοκοίλι. Ο ίδιος με δεύτερη επιστολή του στην Ι. Σύνοδο ζητεί να δοθεί εντολή να εκτεθούν οι εικόνες στον Μητροπολιτικό ναό Νάξου , ώστε να μπορούν οι πιστοί να τις προσκυνούν.
Με την παρουσία και τις ενέργειες του Γεωργιάδη αναζωπυρώθηκαν οι συζητήσεις και φούντωσαν οι διαδόσεις γύρω απ’ το Αργοκοίλι, με αποτέλεσμα την εμφάνιση στους Βόθρους νέου ονειρευάμενου. Στις αρχές Μαρτίου 1841 ένας πρώην κατάδικος για κλοπή, ονόματι Νικ. Φακίνος, σπαράζοντας στο έδαφος διηγούταν ότι είδε στον ύπνο του την Παναγία να του λέει ότι την ημέρα της 25ης Μαρτίου θα βρεθούν κι άλλες εικόνες στο Αργοκοίλι. Μετά από αυτό το περιστατικό έγινε πάλι νέα απόπειρα ανασκαφών στο γνωστό σπήλαιο στο Αργοκοίλι. Η αστυνομία έλαβε αυτή τη φορά αυστηρά μέτρα, εγκατέστησε στρατιωτικό σταθμό στους Βόθρους, μετέφερε στη Χώρα τους «ονειροφάντες» Μανωλά και Φακίνο και τους απαγόρευσε να επιστρέψουν στο χωριό. Παράλληλα η Εκκλησιαστική Επιτροπή Νάξου στις 12.3.1841 με έγγραφό της στους ιερείς του Δήμου Κορωνίδος και με αφορμή την εμφάνιση νέων «χρησμολόγων» τους διατάσσει να περιοριστούν στα ιερατικά τους καθήκοντα και να αποφύγουν κάθε συνεργασία και σχέση με τους «ονειροπόλους και φαντασμολόγους» και να μην προβούν σε καμία ιεροπραξία στο Αργοκοίλι, διαφορετικά θα τιμωρηθούν. Τους καλεί επίσης να συμβουλεύουν και να νουθετούν τον κόσμο, αποτρέποντάς τον από ενέργειες που προκαλούν οι διάφοροι «ονειροφάντες». Ο διοικητής Νάξου με έγγραφό του στις 26.3.1841 ζητεί από τον εισαγγελέα Σύρου την παραδειγματική τιμωρία των παραβατών του νόμου.
Η Γραμματεία των Εκκλησιαστικών ζητεί από την Ι. Σύνοδο να σταλεί παραινετικό γράμμα στον κλήρο της Νάξου, για να αναγνωσθεί στους ναούς και παράλληλα να ληφθούν όλα τα πρόσφορα μέτρα για την αντιμετώπιση των ταραχοποιών. Μπορεί επισημαίνεται να συνελήφθησαν οι πρωταίτιοι και να απεπέμφθησαν από το νησί, αλλά «οι συνεργοί και οι συναίτιοι» διαμένουν εκεί. Το έγγραφο αυτό κάνει λόγο για χρηματισμό κάποιων: «…πορισμόν ποιούμενοι την ευσέβειαν και χρημάτων αφειδούντες-καθώς έχομεν ιδίας πληροφορίας-διά να εκτελέσουν τον σκοπόν τους». Η Γραμματεία των Εκκλησιαστικών με άλλο έγγραφό της προς την Ι. Σύνοδο, αφού έλαβε υπόψη της την αναφορά του Διοικητή της Νάξου για το παρελθόν έτος, επισημαίνει ότι «θεωρεί επάναγκες να μεταφερθούν στην Αθήνα η ιερά εικών και ό τι άλλο ανευρεθέν ως λέγεται εν τω σπηλαίω», από το ναό της Μητρόπολης Νάξου όπου φυλάσσονται, με άκρα μυστικότητα, για να μην υπάρξουν αντιδράσεις από «τους λαοπλάνους». Ζητεί δε η Γραμματεία των Εκκλησιαστικών από την Ι. Σύνοδο να της κοινοποιήσει τη σχετική διαταγή. Στις 3.11.1847 εκατοντάδες κάτοικοι τόσο από τα χωριά του δήμου Απειρανθίας, όσο και από εκείνα των άλλων δήμων της, υποβάλλουν υπόμνημα προς τον δήμαρχο Απειρανθίας ζητώντας να ορίσει ημερομηνία εγκαινίων του μικρού ναού που ανήγειραν προ ολίγων ετών οι κάτοικοι των χωριών του δήμου Απειρανθίας στο Αρκοκοίλι και να προσκαλέσει τον Επίσκοπο Κυκλάδων να εγκαινιάσει το εκκλησάκι. Πρόκειται ουσιαστικά για το κελί που είχε κτιστεί από τότε που έκαναν οι ονειρευάμενοι τις πρώτες ανασκαφές. Ο Επίσκοπος Κυκλάδων Γαβριήλ, στον οποίο ο δήμαρχος υπέβαλε την επιστολή, την απέστειλε στις 26.11.1847 στην Ι. Σύνοδο και ζητούσε οδηγίες.
Στις 5.12.1847 η Ι. Σύνοδος απάντησε στον Επίσκοπο ότι, εάν ο ναός έχει κτισθεί με άδεια από την αρμόδια αρχή, μπορούσε ακωλύτως να τον εγκαινιάσει και τον συμβουλεύει να ρωτήσει την αρμόδια διοικητική αρχή, αν έχει δοθεί άδεια, διαφορετικά πρέπει να ζητηθεί άδεια από τη διοικητική αρχή και, αν δοθεί, αφού την υποβάλει στην Ι. Σύνοδο, να εγκαινιάσει το ναό αυτό.Μετά από πολυετείς προσπάθειες των κατοίκων επετράπη η μετατροπή του παλιού εκείνου κελιού σε εκκλησία, η ο οποία τελικά εγκαινιάστηκε στις 17 Μαΐου 1851 από τον Επίσκοπο Κυκλάδων επ’ ονόματι της Παναγίας, παρουσία 3000 προσκυνητών. Γύρω στα 1920 η εκκλησία αυτή μετονομάστηκε σε ναό της Ζωοδόχου Πηγής, όπως προκύπτει από τις χρονολογίες των εικόνων του ναού. Η εικόνα της βρεφοκρατούσας Παναγίας είναι του 1869, ενώ της Ζωοδόχου Πηγής είναι του 1928.Αυτή η εκκλησία με μικρές μετατροπές και επεκτάσεις είναι η παλιά εκκλησία της Αργοκοιλιώτισσας που υπάρχει μέχρι σήμερα. Σε ανακοίνωση του εκκλησιαστικού συμβουλίου της ενορίας Κορώνου στις 6.2.1930, ένα μήνα μετά την ανεύρεση της εικόνας της Αργοκοιλιώτισσας, αναφέρεται ότι: «κατά το σωτήριον έτος 1836 εις την θέσιν Αργοκοίλι (αγροκέλι), ολίγον έξωθι του χωρίου Κόρωνος (Βόθροι) ενεργουμένων ανασκαφών επί πολύν χρόνον υπό των κατοίκων Κορώνου, κατόπιν πολλών και διαφόρων οραμάτων χριστιανών τινων Βοθριτών, ανευρέθη υπό του Ιω. Μαγγιόρου (πάτερ Γιάννη) εντός βαθυτάτου σπηλαίου αρχαιοτάτη εικών της Παναγίας, ανάγλυφος λεπτοτάτης τέχνης μικρά το μέγεθος, παριστώσα επί της μιάς όψεως τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου και επί της ετέρας την Βάπτισιν του Χριστού. Το εικονισμάτιον εκείνο συνέκειτο ουχί εκ ξύλου ή μετάλλου, αλλ’ εκ κηρομαστίχης. Η πολύτιμος εικών εκείνη μείνασα ατυχώς απροφύλακτος εν τω ιερώ ναϊδρίω ενώ κατετέθη, υπεξηρέθη την νύκτα υπό τινος ευσεβούς χριστιανού, εκ των συρρεόντων εκεί πολλών ευσεβών, προς προσκύνησιν του ανευρεθέντος ιερού κειμηλίου. Έκτοτε η τύχη και ο τόπος της διαμονής του σεπτού και ιερού εικονίσματος, επί 94 έτη εξηκολούθει να είναι άγνωστος εκ παραδόσεως όμως εφέρετο ότι ευρίσκετο εν τη πόλει της Νάξου. Την νύκτα της 31 Ιανουαρίου ε.έ. μικρά μαθήτρια του γυμνασίου Νάξου η Αικ. Γ. Λεγάκη εκ Κορώνου, δισεγγονή του ρηθέντος πάτερ Γιάννη δι’ οράματος πληροφορείται ότι η Παναγία η Αργοκελιώτισσα ευρίσκεται εν Νάξω εις τηη οικίαν της κ. ειρήνης Αντ. Ξένου και ότι η εν λόγω κυρία έχει υποστεί και θέλει υποστεί ακόμη πολλά ατυχήματα, εάν δεν παραδόση το εικόνισμα τούτο όπερ επί πολλά έτη εν αγνοία της κατέχει και δεν επιτρέψη να μεταφερθή εις την αρχικήν θέσιν της ευρέσεώς της….»
τα γεγονότα του 1930Η παραπάνω ανακοίνωση έρχεται σε αντίθεση με τα αναφερόμενα στα επίσημα έγγραφα, σύμφωνα με τα οποία η εικόνα αυτή μαζί με τις άλλες μεταφέρθηκε και κλειδώθηκε στον καθεδρικό ναό της μητρόπολης Παροναξίας στη Χώρα και από εκεί στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Έκτοτε δεν έγινε γνωστό πώς χάθηκε. Μετά τη μεταφορά των εικόνων στην Αθήνα το μικρό εικόνισμα του Ευαγγελισμού χάθηκε, για να ξαναβρεθεί το 1930 στη Χώρα της Νάξου και είναι το μόνο που διασώζεται μέχρι σήμερα από τις εικόνες που βρέθηκαν την περίοδο 1836-1838. Ενενήντα χρόνια μετά από τα γεγονότα της περιόδου αυτής και ύστερα πάλι από όνειρο που είδε στις 3.1.1930 η μαθήτρια του γυμνασίου Αικ. Γ. Λεγάκη, από τους Βόθρους, δισεγγονή ενός από τους τρεις που βρήκαν τα εικονίσματα, βρέθηκε το εικόνισμα του Ευαγγελισμού και επέστρεψε στο Αργοκοίλι. Η μαθήτρια αυτή με τον αδελφό της Νικηφόρο έμεναν στη Χώρα στο σπίτι της Ειρήνης Αντ. Ξένου. Η Αικ. Λεγάκη, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, είδε στο όνειρό της την Παναγία, η οποία της είπε ότι η εικόνα της βρίσκεται στο εικονοστάσι της σπιτονοικοκυράς της. Η μαθήτρια εκμυστηρεύτηκε το όνειρο στον αδελφό της Νικηφόρο, καθηγητή γυμναστικής στο γυμνάσιο Νάξου, αλλά τα δυο αδέλφια δίσταζαν να μιλήσουν στη σπιτονοικοκυρά τους. Ο Νικηφόρος μετά από λίγες μέρες βλέπει και αυτός το ίδιο όνειρο, να πάει στο εικονοστάσι και να βρει την εικόνα. Τότε τα δυο αδέλφια αποφάσισαν και μίλησαν στην Ξένου και έτσι βρέθηκε στο εικονοστάσι η εικόνα της Αργοκοιλιώτισσας. Η Ξένου είπε ότι την εικόνα αυτή την είχε κληρονομήσει από τη μητέρα της, η οποία την είχε πάντοτε μαζί της ως φυλακτό και το ίδιο έπραττε και η Ξένου. Και οι δυο αυτές γυναίκες αγνοούσαν την προέλευση της εικόνας. Η Ξένου είχε δώσει την εικόνα στο γιο της Στ. Ζούλη ως φυλαχτό, όταν εκείνος έφυγε στο μέτωπο στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου. «Η σύζυγος του Ζούλη «φοβουμένη μήπως ο σύζυγός της φονευθή κατά τον πόλεμον είδεν καθ’ ύπνον την Παναγίαν, ήτις την εβεβαίωσε να μη φοβάται, μα ο σύζυγός της δεν θα πάθη τίποτε εφόσον φέρει ως φυλακτόν μεθ’ εαυτού την εικόνα». Όταν ο γιος της επέστρεψε σώος από τον πόλεμο η μικρή εικόνα τοποθετήθηκε πάλι στη θέση της στο οικογενειακό εικονοστάσι.
Η Ξένου παρέδωσε την εικόνα για να επιστρέψει στο μέρος που βρέθηκε και στις 9.2.1930 με θρησκευτικές τελετές, τις οποίες παρακολούθησε μεγάλο πλήθος κόσμου, που συγκεντρώθηκε στο Αργοκοίλι, η εικόνα μεταφέρθηκε και τοποθετήθηκε στη θέση της. Το γεγονός αυτό καταγράφηκε και στον τοπικό τύπο της εποχής. (Εφημερίδα «Φωνή Νάξου-Πάρου» , φ. 9.3.1930, σ.4) Την εικόνα μετέφερε στην Κόρωνο ο γυμναστής του γυμνασίου Νάξου Νικηφόρος Γ. Λεγάκης. Το γεγονός της εύρεσης αναζωπύρωσε και πάλι τα φαινόμενα των ονειροφαντασιών και ξέσπασε στους Βόθρους νέα επιδημία ονείρων, αυτή τη φορά κυρίως σε μικρά παιδιά, της ηλικίας της μαθήτριας που είδε το όνειρο εύρεσης της εικόνας. Η επιδημία των ονείρων οδήγησε σε νέες ανασκαφές για ανεύρεση νέων εικόνων, κυρίως της Αγίας Άννας και, όπως αναφέρεται σε εφημερίδα της εποχής, τις τελευταίες δυο εβδομάδες του Μαρτίου 1930 έγιναν 3000 περίπου μεροκάματα σε αναζήτηση της εικόνας της Αγίας Άννας (Εφημερίδα «Φωνή Νάξου-Πάρου», φ. 9.3.1930 ,σ. 4).Τότε δημιουργήθηκε η μεγάλη πλατεία μπροστά από το μέρος που σήμερα βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Άννας και το σπήλαιο της εύρεσης. Οι προσπάθειες ανεύρεσης της εικόνας συνεχίστηκαν μέχρι το καλοκαίρι του 1930 και στο διάστημα αυτό υπήρξαν έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ των «ονειρευάμενων» και των οπαδών τους και άλλων συγχωριανών τους, οι οποίοι δεν πίστευαν σ’ αυτά τα φαινόμενα. Οι «ονειρευάμενοι» βλέπουν πάλι οράματα και προετοιμάζονται γιατί προβλέπουν ότι θα συμβεί κάτι …φοβερό. Τις αποτυχίες μάλιστα ανεύρεσης της εικόνας τις χρέωναν οι «ονειρευάμενοι» στην έλλειψη πίστης στους συγχωριανούς τους, γεγονός που όξυνε τις αντιθέσεις και προκαλούσε επεισόδια μεταξύ τους. Τότε αναγκάστηκε ο Δεσπότης Παροναξίας να εκδώσει εγκύκλιο, η οποία διαβάστηκε στις εκκλησίες και καλούσε τους κατοίκους της Κορώνου και του Σκαδού να σταματήσουν να ασχολούνται με τα όνειρα και τις ανασκαφές και να επιστρέψουν στις εργασίες τους. Η ενέργεια αυτή του δεσπότη δημιούργησε ακόμη μεγαλύτερη ένταση και πολλοί χωριανοί επιτέθηκαν στον εφημέριο του χωριού. Η κυβέρνηση έστειλε τότε στην Κόρωνο τον καλύτερο Έλληνα ψυχίατρο της εποχής, τον Τανάγρα, ο οποίος μελέτησε το φαινόμενο επί τόπου και γνωμάτευσε ότι πρόκειται για «θρησκευτικό παραλήρημα».

Δεν υπάρχουν σχόλια: