Του Γιάννη Βαρουφάκη
Πριν από δεκαετίες επισκέφτηκε τον Νιλς Μπορ, τον Δανό φυσικό που πρωτοστάτησε στην δημιουργία της κβαντομηχανικής, ένας φίλος και συνάδελφος. Μπαίνοντας στο σπίτι είδε καρφωμένο πάνω από την εξώπορτα ένα πέταλο.
Γυρνάει στον Μπορ και, συνοφρυωμένος, του λέει: «Δεν ξέρω για σένα, πάντως εγώ δεν πιστεύω ότι το να έχεις ένα πέταλο πάνω από την πόρτα σου σε προστατεύει από τα κακά πνεύματα.» Ο Μπορ το σκέφτηκε λίγο και του απαντά: «Ούτε κι εγώ. Αλλά μου είπαν ότι το πέταλο σε προστατεύει ακόμα κι αν δεν πιστεύεις σε αυτό.»
Κάπως αντίστοιχο θεωρώ ό,τι ισχύει με την οικονομική πολιτική της τρόικας ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ που με αισιοδοξία και ανακούφιση κατακύρωσε η Βουλή των Ελλήνων. Όλοι γνωρίζουν, ακόμα κι αν δεν το παραδέχονται φωναχτά, ότι το να μειώνεις τους μισθούς, να αυξάνεις τους έμμεσους φόρους και να κόβεις τις κρατικές δαπάνες σε περίοδο επιταχυνόμενης κρίσης ουσιαστικά επιταχύνει την κρίση κι άλλο και, εν τέλει, δεν πετυχαίνει τον στόχο της μείωσης του χρέους. Κι όμως: όπως και στην περίπτωση του πετάλου του Μπορ, στην πλειοψηφία μας ελπίζουμε ότι κάτι καλό θα επιφέρει αυτή η οικονομική πολιτική παρά το γεγονός ότι δεν πιστεύουμε σε αυτήν!
Πριν από δεκαετίες επισκέφτηκε τον Νιλς Μπορ, τον Δανό φυσικό που πρωτοστάτησε στην δημιουργία της κβαντομηχανικής, ένας φίλος και συνάδελφος. Μπαίνοντας στο σπίτι είδε καρφωμένο πάνω από την εξώπορτα ένα πέταλο.
Γυρνάει στον Μπορ και, συνοφρυωμένος, του λέει: «Δεν ξέρω για σένα, πάντως εγώ δεν πιστεύω ότι το να έχεις ένα πέταλο πάνω από την πόρτα σου σε προστατεύει από τα κακά πνεύματα.» Ο Μπορ το σκέφτηκε λίγο και του απαντά: «Ούτε κι εγώ. Αλλά μου είπαν ότι το πέταλο σε προστατεύει ακόμα κι αν δεν πιστεύεις σε αυτό.»
Κάπως αντίστοιχο θεωρώ ό,τι ισχύει με την οικονομική πολιτική της τρόικας ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ που με αισιοδοξία και ανακούφιση κατακύρωσε η Βουλή των Ελλήνων. Όλοι γνωρίζουν, ακόμα κι αν δεν το παραδέχονται φωναχτά, ότι το να μειώνεις τους μισθούς, να αυξάνεις τους έμμεσους φόρους και να κόβεις τις κρατικές δαπάνες σε περίοδο επιταχυνόμενης κρίσης ουσιαστικά επιταχύνει την κρίση κι άλλο και, εν τέλει, δεν πετυχαίνει τον στόχο της μείωσης του χρέους. Κι όμως: όπως και στην περίπτωση του πετάλου του Μπορ, στην πλειοψηφία μας ελπίζουμε ότι κάτι καλό θα επιφέρει αυτή η οικονομική πολιτική παρά το γεγονός ότι δεν πιστεύουμε σε αυτήν!
Εντάξει ο Μπορ. Εκείνος αστειευόταν. Εμείς; Νομίζω ότι ο λόγος που έχουμε μια τάση να «αφηνόμαστε» στην τύχη αυτής της συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής παρόλο ότι δεν πιστεύουμε σε αυτήν είναι ότι η μόνη μας εναλλακτική είναι να αρχίσουμε να θέτουμε στο τραπέζι της συζήτησης ζητήματα ταμπού. Αντί αυτού, προτιμάμε να αποδεχόμαστε την συμφωνημένη οικονομική πολιτική, περίπου όπως ο Μπορ έμαθε να ζει με το πέταλο πάνω από την εξώπορτά του.
Ποιο είναι το ταμπού που μας οδηγεί στην παθητική αποδοχή οικονομικών πολιτικών που δεν συμμεριζόμαστε; Το γεγονός ότι το θηριώδες δημόσιο χρέος της χώρας μας αντικατοπτρίζει την διαχρονική δειλία των εκφραστών όλων των κοινωνικών τάξεων της χώρας. Αν είναι έτσι, προφανώς και προτιμάμε να αποδεχθούμε ο,τιδήποτε έτσι ώστε να μην έρθουμε αντιμέτωποι με μια τόσο αλγεινή πραγματικότητα.
Μετά την κατάρρευση του ιδιωτικού τομέα στην δεκαετία του 1970, το κράτος μας ανέλαβε τις ζημίες. Άρχισε να δανείζεται με βασικό στόχο την καθυστέρηση πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων ως προς τον καταμερισμό του κόστους εκείνης της κρίσης. Έτσι, ο κρατικός δανεισμός αποτέλεσε το εργαλείο με το οποίο οι κυβερνήσεις «βόλευαν» αντικρουόμενα συμφέροντα εργοδοτών και εργαζομένων, χωρίς να χρειάζεται ούτε το κράτος να πάρει το ένα ή το άλλο μέρος αλλά ούτε και να γίνει μια «τίμια» ταξική σύγκρουση μεταξύ των κοινωνικών τάξεων που να καταλήξει στην μοιρασιά της υπάρχουσας πίτας.
Για τριάντα χρόνια τώρα, οι εκπρόσωποι των κοινωνικών τάξεων προσποιούνται ότι διαπραγματεύονται για το μοίρασμα της πίτας όταν, ουσιαστικά, μοιράζονται μια πίτα που την φουσκώνει συστηματικά ο κρατικός δανεισμός. Οι εργοδότες απαιτούν από το κράτος να καλύψει έξοδα υποδομών, ασφάλισης, εκπαίδευσης των εργαζομένων, προστασίας των αγορών από «εισβολείς» κλπ. Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων, από την άλλη, ωθούν το κράτος στο να ενισχύει το εισόδημά τους, τις συντάξεις τους, την εκπαίδευση των παιδιών τους, την υγεία τους.
Μπορεί στα λόγια οι συνδικαλιστές να ζητούν να πληρώσει το κεφάλαιο, και οι εργοδότες να λοιδορούν το κράτος για τις σπατάλες και τα χρέη του, όμως και οι μεν και οι δε ικανοποιούνται όταν το κράτος πληρώνει (δανειζόμενο) και εκείνοι αποφεύγουν την μεταξύ τους σύγκρουση. Όλοι ικανοποιούνται σε μια ισορροπία χαμηλών προσδοκιών συντηρούμενη από το δημόσιο χρέος.
Όταν το χρέος ξεπεράσει ένα όριο και αρχίζει να έχει επιπτώσεις πάνω στην οικονομία (π.χ. μέσα από την αύξηση των επιτοκίων), τότε μια μορφή πάλης των τάξεων αρχίζει. Όχι όμως όπως θα την φανταζόμασταν, με τους εργοδότες και τους εργαζόμενους να αντιπαλεύουν αλλήλους στα εργοστάσια και στους χώρους δουλειάς. Κάνει την εμφάνισή της ως ένα μαλιοτράβηγμα μεταξύ των «κοινωνικών εταίρων» για το ποια κοινωνική ομάδα ή τάξη θα δώσει λιγότερα στο κράτος την ώρα που αυτό βουλιάζει σε ωκεανούς χρέους. Οι εργοδότες ζητούν υψηλότερους έμμεσους φόρους και μείωση των εταιρικών φόρων (στο όνομα της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων) ενώ οι συνδικαλιστές απαιτούν όλα τα φορολογικά βάρη να πέσουν στην μπουρζουαζία (στο όνομα της κοινωνικής δικαιοσύνης).
Αντιμέτωποι με αυτό το μαλλιοτράβηγμα των δειλών, οι πολιτικοί που διοικούν το μικρό, ανόητο και δειλό κράτος μας, ακούνε τους μεν, ακούνε τους δε, και αποφασίζουν να μη δυσαρεστήσουν ούτε τους μεν ούτε και τους δε. Και τι κάνουν; Φορτώνουν το μικρό, ανόητο και δειλό κράτος με νέα χρέη, ελπίζοντας ότι το μπουγιουρντί θα το αντιμετωπίσουν οι διάδοχοί τους στους διαδρόμους της υποτιθέμενης εξουσίας.
Στο μεταξύ, εκτός των τειχών, παραμονεύουν οι μάγοι του χρηματοπιστωτικού τομέα. Σε μια περίοδο πολύ χαμηλών επιτοκίων, διεθνώς, σκέφτονται: «Να πως θα βγάλουμε τον επιούσιο: Θα δανείσουμε σε αυτό το μικρό, ανόητο και δειλό κράτος με επιτόκια μεγαλύτερα απ' ότι δανείζουμε άλλους.» Όπερ και πράττουν χαρωπά, όπως ο τζίτζικας που χαίρεται στην καλοκαιρία δίχως να σκέφτεται τι θα γίνει όταν πλακώσουν τα μαύρα σύννεφα του χειμώνα.
Με αυτόν τον τρόπο η «πάλη των τάξεων» αναβάλλεται και πάλι. Μάλιστα, σχεδόν ακυρώνεται σε περιπτώσεις όπως η δική μας: μιας χώρα με μεγάλο ποσοστό πολιτών που είναι (α) ιδιοκτήτες των σπιτιών τους, (β) σχετικά χαμηλόμισθοι, αλλά (γ) με μεγάλες προσδοκίες που καλλιέργησε ο εθνικός στόχος της περίφημης «σύγκλισης». Μια τέτοια χώρα ήταν ο ιδανικός πελάτης των τραπεζών που έσπευσαν να δανείσουν τα νοικοκυριά.
Καθώς οι μάγοι του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος έκαναν αντίστοιχα πράγματα παντού, ήρθε το 2008. Παρά τις πυροσβεστικές προσπάθειες του Αμερικανικού κράτους, ένας βαρύς χειμώνας αγκάλιασε του μάγους. Κάποια στιγμή πρόσεξαν το συνολικό χρέος του μικρού, ανόητου και δειλού κράτους μας, δημόσιου και ιδιωτικού. Τρόμαξαν, κι ας το είχαν δημιουργήσει οι ίδιοι. Ξάφνου βρίσκουν έναν νέο τρόπο να κερδίσουν: Στοιχηματίζουν ότι το μικρό, ανόητο και δειλό κράτος θα χρεοκοπήσει, ωθώντας το με κάθε στοίχημά τους ένα βήμα κοντύτερα στην χρεοκοπία.
Αυτή η λέξη από χ όμως δεν χωρά στο μυαλό μιας κοινωνίας που οι κοινωνικές τάξεις της έχουν ξεχάσει να συγκρούονται, να διαπραγματεύονται, να παράγουν, καθώς για δεκαετίες αναβάλουν τις μεταξύ τους συγκρούσεις βάζοντας το δημόσιο να χρεώνεται για πάρτι τους. Ακόμα και μια ορθολογική, συγκροτημένη αναδιαπραγμάτευση του χρέους θα ήταν καταστροφική για την ψυχολογία όλων όσων επενδύουν, τριάντα χρόνια τώρα, στον εξωτερικό δανεισμό ως μέσο αναβολής των διαπραγματεύσεων.
Εκείνη την στιγμή εμφανίζεται στο προσκήνιο η γνωστή μας τρόικα ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ που την δημιούργησε η κα Μέρκελ επειδή σε καμία περίπτωση δεν ήθελε ούτε να σώσει από την χρεοκοπία το μικρό, ανόητο και δειλό μας κράτος ούτε όμως και να το αφήσει να χρεοκοπήσει, καθώς έτσι θα χρεοκοπήσουν και οι τράπεζες της χώρας της που χρηματοδοτούν, μεταξύ άλλων, και την προεκλογική της καμπάνια.
Και τι μας λένε όλοι μαζί (ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ-Μέρκελ); Μας λένε ότι θα μας δανείσουν κι άλλους πακτωλούς χρήματος, με απαγορευτικά επιτόκια, εφόσον ακολουθήσουμε οικονομική πολιτική που, κατά βάθος, όλοι γνωρίζουμε ότι θα αποτύχει.
Κι όμως εμείς κουβέντα. Δεν μιλάμε. Δεν διαπραγματευόμαστε. Δεν συγκρουόμαστε.
Μα τι να πούμε; Πως να διαπραγματευτούμε; Τρεις δεκαετίες το ξεχάσαμε το άθλημα της διαπραγμάτευσης. Ούτε μεταξύ μας δεν το ασκήσαμε. Με το ΔΝΤ με την ΕΚΤ και με την ΕΕ θα αρχίσουμε; Τολμάει να παίξει ο καφενόβιος στο τσάμπιονς λιγκ, και μάλιστα απροπόνητος;
Και τώρα; Όπως και με το πέταλο του Μπορ, ελπίζουμε ότι η επιτυχία της πολιτικής που μας επεβλήθη δεν απαιτεί να πιστεύουμε σε αυτήν. Κάποιοι μάλιστα καταφέρνουν να πιστέψουν στο πέταλο - στην ικανότητα της συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής να μειώσει, εν τέλει, το χρέος άνευ αναδιαπραγμάτευσής του.
Γιατί είμαστε τόσο ευκολόπιστοι; Καταλαβαίνω ότι φοβηθήκαμε την διαπραγμάτευση, ανθρώπινο είναι. Πως καταφέρνουμε όμως και πείθουμε τους εαυτούς μας ότι βρισκόμαστε στον σωστό δρόμο; Η απάντηση που δίνω, απλή: Λόγω της γενικευμένης δειλίας που μας έμαθε από τη δεκαετία του 70 και έπειτα μονίμως να αναβάλουμε τις συγκρούσεις, πειθόμενοι ότι η αναβολή τους μέσω κι άλλων δανείων φέρνει την κοινωνική ευημερία.
http://www.protagon.gr/
Ποιο είναι το ταμπού που μας οδηγεί στην παθητική αποδοχή οικονομικών πολιτικών που δεν συμμεριζόμαστε; Το γεγονός ότι το θηριώδες δημόσιο χρέος της χώρας μας αντικατοπτρίζει την διαχρονική δειλία των εκφραστών όλων των κοινωνικών τάξεων της χώρας. Αν είναι έτσι, προφανώς και προτιμάμε να αποδεχθούμε ο,τιδήποτε έτσι ώστε να μην έρθουμε αντιμέτωποι με μια τόσο αλγεινή πραγματικότητα.
Μετά την κατάρρευση του ιδιωτικού τομέα στην δεκαετία του 1970, το κράτος μας ανέλαβε τις ζημίες. Άρχισε να δανείζεται με βασικό στόχο την καθυστέρηση πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων ως προς τον καταμερισμό του κόστους εκείνης της κρίσης. Έτσι, ο κρατικός δανεισμός αποτέλεσε το εργαλείο με το οποίο οι κυβερνήσεις «βόλευαν» αντικρουόμενα συμφέροντα εργοδοτών και εργαζομένων, χωρίς να χρειάζεται ούτε το κράτος να πάρει το ένα ή το άλλο μέρος αλλά ούτε και να γίνει μια «τίμια» ταξική σύγκρουση μεταξύ των κοινωνικών τάξεων που να καταλήξει στην μοιρασιά της υπάρχουσας πίτας.
Για τριάντα χρόνια τώρα, οι εκπρόσωποι των κοινωνικών τάξεων προσποιούνται ότι διαπραγματεύονται για το μοίρασμα της πίτας όταν, ουσιαστικά, μοιράζονται μια πίτα που την φουσκώνει συστηματικά ο κρατικός δανεισμός. Οι εργοδότες απαιτούν από το κράτος να καλύψει έξοδα υποδομών, ασφάλισης, εκπαίδευσης των εργαζομένων, προστασίας των αγορών από «εισβολείς» κλπ. Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων, από την άλλη, ωθούν το κράτος στο να ενισχύει το εισόδημά τους, τις συντάξεις τους, την εκπαίδευση των παιδιών τους, την υγεία τους.
Μπορεί στα λόγια οι συνδικαλιστές να ζητούν να πληρώσει το κεφάλαιο, και οι εργοδότες να λοιδορούν το κράτος για τις σπατάλες και τα χρέη του, όμως και οι μεν και οι δε ικανοποιούνται όταν το κράτος πληρώνει (δανειζόμενο) και εκείνοι αποφεύγουν την μεταξύ τους σύγκρουση. Όλοι ικανοποιούνται σε μια ισορροπία χαμηλών προσδοκιών συντηρούμενη από το δημόσιο χρέος.
Όταν το χρέος ξεπεράσει ένα όριο και αρχίζει να έχει επιπτώσεις πάνω στην οικονομία (π.χ. μέσα από την αύξηση των επιτοκίων), τότε μια μορφή πάλης των τάξεων αρχίζει. Όχι όμως όπως θα την φανταζόμασταν, με τους εργοδότες και τους εργαζόμενους να αντιπαλεύουν αλλήλους στα εργοστάσια και στους χώρους δουλειάς. Κάνει την εμφάνισή της ως ένα μαλιοτράβηγμα μεταξύ των «κοινωνικών εταίρων» για το ποια κοινωνική ομάδα ή τάξη θα δώσει λιγότερα στο κράτος την ώρα που αυτό βουλιάζει σε ωκεανούς χρέους. Οι εργοδότες ζητούν υψηλότερους έμμεσους φόρους και μείωση των εταιρικών φόρων (στο όνομα της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων) ενώ οι συνδικαλιστές απαιτούν όλα τα φορολογικά βάρη να πέσουν στην μπουρζουαζία (στο όνομα της κοινωνικής δικαιοσύνης).
Αντιμέτωποι με αυτό το μαλλιοτράβηγμα των δειλών, οι πολιτικοί που διοικούν το μικρό, ανόητο και δειλό κράτος μας, ακούνε τους μεν, ακούνε τους δε, και αποφασίζουν να μη δυσαρεστήσουν ούτε τους μεν ούτε και τους δε. Και τι κάνουν; Φορτώνουν το μικρό, ανόητο και δειλό κράτος με νέα χρέη, ελπίζοντας ότι το μπουγιουρντί θα το αντιμετωπίσουν οι διάδοχοί τους στους διαδρόμους της υποτιθέμενης εξουσίας.
Στο μεταξύ, εκτός των τειχών, παραμονεύουν οι μάγοι του χρηματοπιστωτικού τομέα. Σε μια περίοδο πολύ χαμηλών επιτοκίων, διεθνώς, σκέφτονται: «Να πως θα βγάλουμε τον επιούσιο: Θα δανείσουμε σε αυτό το μικρό, ανόητο και δειλό κράτος με επιτόκια μεγαλύτερα απ' ότι δανείζουμε άλλους.» Όπερ και πράττουν χαρωπά, όπως ο τζίτζικας που χαίρεται στην καλοκαιρία δίχως να σκέφτεται τι θα γίνει όταν πλακώσουν τα μαύρα σύννεφα του χειμώνα.
Με αυτόν τον τρόπο η «πάλη των τάξεων» αναβάλλεται και πάλι. Μάλιστα, σχεδόν ακυρώνεται σε περιπτώσεις όπως η δική μας: μιας χώρα με μεγάλο ποσοστό πολιτών που είναι (α) ιδιοκτήτες των σπιτιών τους, (β) σχετικά χαμηλόμισθοι, αλλά (γ) με μεγάλες προσδοκίες που καλλιέργησε ο εθνικός στόχος της περίφημης «σύγκλισης». Μια τέτοια χώρα ήταν ο ιδανικός πελάτης των τραπεζών που έσπευσαν να δανείσουν τα νοικοκυριά.
Καθώς οι μάγοι του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος έκαναν αντίστοιχα πράγματα παντού, ήρθε το 2008. Παρά τις πυροσβεστικές προσπάθειες του Αμερικανικού κράτους, ένας βαρύς χειμώνας αγκάλιασε του μάγους. Κάποια στιγμή πρόσεξαν το συνολικό χρέος του μικρού, ανόητου και δειλού κράτους μας, δημόσιου και ιδιωτικού. Τρόμαξαν, κι ας το είχαν δημιουργήσει οι ίδιοι. Ξάφνου βρίσκουν έναν νέο τρόπο να κερδίσουν: Στοιχηματίζουν ότι το μικρό, ανόητο και δειλό κράτος θα χρεοκοπήσει, ωθώντας το με κάθε στοίχημά τους ένα βήμα κοντύτερα στην χρεοκοπία.
Αυτή η λέξη από χ όμως δεν χωρά στο μυαλό μιας κοινωνίας που οι κοινωνικές τάξεις της έχουν ξεχάσει να συγκρούονται, να διαπραγματεύονται, να παράγουν, καθώς για δεκαετίες αναβάλουν τις μεταξύ τους συγκρούσεις βάζοντας το δημόσιο να χρεώνεται για πάρτι τους. Ακόμα και μια ορθολογική, συγκροτημένη αναδιαπραγμάτευση του χρέους θα ήταν καταστροφική για την ψυχολογία όλων όσων επενδύουν, τριάντα χρόνια τώρα, στον εξωτερικό δανεισμό ως μέσο αναβολής των διαπραγματεύσεων.
Εκείνη την στιγμή εμφανίζεται στο προσκήνιο η γνωστή μας τρόικα ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ που την δημιούργησε η κα Μέρκελ επειδή σε καμία περίπτωση δεν ήθελε ούτε να σώσει από την χρεοκοπία το μικρό, ανόητο και δειλό μας κράτος ούτε όμως και να το αφήσει να χρεοκοπήσει, καθώς έτσι θα χρεοκοπήσουν και οι τράπεζες της χώρας της που χρηματοδοτούν, μεταξύ άλλων, και την προεκλογική της καμπάνια.
Και τι μας λένε όλοι μαζί (ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ-Μέρκελ); Μας λένε ότι θα μας δανείσουν κι άλλους πακτωλούς χρήματος, με απαγορευτικά επιτόκια, εφόσον ακολουθήσουμε οικονομική πολιτική που, κατά βάθος, όλοι γνωρίζουμε ότι θα αποτύχει.
Κι όμως εμείς κουβέντα. Δεν μιλάμε. Δεν διαπραγματευόμαστε. Δεν συγκρουόμαστε.
Μα τι να πούμε; Πως να διαπραγματευτούμε; Τρεις δεκαετίες το ξεχάσαμε το άθλημα της διαπραγμάτευσης. Ούτε μεταξύ μας δεν το ασκήσαμε. Με το ΔΝΤ με την ΕΚΤ και με την ΕΕ θα αρχίσουμε; Τολμάει να παίξει ο καφενόβιος στο τσάμπιονς λιγκ, και μάλιστα απροπόνητος;
Και τώρα; Όπως και με το πέταλο του Μπορ, ελπίζουμε ότι η επιτυχία της πολιτικής που μας επεβλήθη δεν απαιτεί να πιστεύουμε σε αυτήν. Κάποιοι μάλιστα καταφέρνουν να πιστέψουν στο πέταλο - στην ικανότητα της συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής να μειώσει, εν τέλει, το χρέος άνευ αναδιαπραγμάτευσής του.
Γιατί είμαστε τόσο ευκολόπιστοι; Καταλαβαίνω ότι φοβηθήκαμε την διαπραγμάτευση, ανθρώπινο είναι. Πως καταφέρνουμε όμως και πείθουμε τους εαυτούς μας ότι βρισκόμαστε στον σωστό δρόμο; Η απάντηση που δίνω, απλή: Λόγω της γενικευμένης δειλίας που μας έμαθε από τη δεκαετία του 70 και έπειτα μονίμως να αναβάλουμε τις συγκρούσεις, πειθόμενοι ότι η αναβολή τους μέσω κι άλλων δανείων φέρνει την κοινωνική ευημερία.
http://www.protagon.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου