Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

Ignacio Ramonet, Ο θάνατος της σοσιαλδημοκρατίας


Και οι ιδέες πεθαίνουν. Το κοιμητήριο των πολιτικών παρατάξεων ξεχειλίζει από μνήματα όπου βρίσκονται θαμμένα τα λείψανα πολιτικών οργανώσεων που κάποτε πυροδοτούσαν πάθη, κινητοποιούσαν πλήθη και πλέον έχουν γίνει βορά της λήθης.


Ποιος θυμάται στην Ευρώπη, λόγου χάρη, τον ριζοσπαστισμό ; Μία από τις πιο ισχυρές πολιτικές δυνάμεις (της κεντροαριστεράς) του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, παρασυρμένη από τους ανέμους της Ιστορίας...

Τι απέγινε ο αναρχισμός ; Και ο σταλινικός κομμουνισμός ; Πού βρίσκονται τούτα τα αξιοθαύμαστα λαϊκά κινήματα που μέχρι πρότινος ήταν ικανά να επιστρατεύσουν εκατομμύρια αγρότες και εργάτες ;

Εξαιτίας των ίδιων της των αποκηρύξεων, των συνθηκολογήσεων και των προδοσιών, η σοσιαλδημοκρατία γλιστράει σήμερα με τη σειρά της στον τάφο... Ολοκληρώνεται ο κύκλος της ζωής της.
Και το πιο απροσδόκητο είναι πως αυτό συμβαίνει τη στιγμή που ο υποτιθέμενος κυριότερος ανταγωνιστής του, ο άκρατα νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, βρίσκεται σε μία από τις χειρότερες στιγμές του.

Γιατί λοιπόν η σοσιαλδημοκρατία πεθαίνει αφού ο νεοφιλελευθερισμός βρίσκεται σε άτακτη υποχώρηση ; [1] Αναμφίβολα επειδή, απέναντι στην έκρηξη των επιτακτικών κοινωνικών αναγκών, αποδείχθηκε ανίκανη να προτείνει λύσεις που ξεσηκώνουν τον λαϊκό ενθουσιασμό.


Πορεύεται στα τυφλά, δίχως πυξίδα και δίχως θεωρία· δίνει την εντύπωση πως βρίσκεται εκτός λειτουργίας, με έναν ασθενικό μηχανισμό καθοδήγησης, δίχως στρατηγική ούτε ιδέες ούτε αρχές ούτε όραμα για το μέλλον... Προπαντός στερημένη από ταυτότητα. Ήταν μια πολιτική δομή που όφειλε να κάνει επανάσταση και απαρνήθηκε αυτόν τον σκοπό· ήταν ένα εργατικό κόμμα και πλέον εκπροσωπεί την εύπορη μεσοαστική τάξη των πόλεων.


Ποικίλες εκλογικές αναμετρήσεις κατά τη διάρκεια του προηγούμενου χρόνου έδειξαν ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν ξέρει πώς να απευθυνθεί στα εκατομμύρια ψηφοφόρους-θύματα των ωμοτήτων του μεταβιομηχανικού κόσμου που προέκυψε από την παγκοσμιοποίηση.

Σε αυτές τις μάζες των αναλώσιμων εργαζομένων, των μονίμως καθηλωμένων στον βασικό μισθό, των νεόπτωχων από τα προάστια, των αποκλεισμένων, των εξαναγκασμένων σε πρόωρη συνταξιοδότηση εν μέσω παραγωγικής ηλικίας, των νέων της επισφάλειας...
Σε όλα αυτά τα κοινωνικά στρώματα που έπεσαν θύματα του νεοφιλελεύθερου σοκ. Και για τα οποία η σοσιαλδημοκρατία δεν φαίνεται να διαθέτει ούτε λόγο ούτε λύσεις.

Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών του Ιουνίου 2009 αποκάλυψαν με χαρακτηριστικό τρόπο την τρέχουσα κατάρρευσή του. Η πλειονότητα των εν εξουσία σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων είδε τα ποσοστά τους να πέφτουν. Εξίσου έχασαν έδαφος και αυτά που βρίσκονταν στην αντιπολίτευση, ειδικά στη Γαλλία.


Δεν κατάφεραν να πείσουν τους ψηφοφόρους για την ικανότητά τους να αντιδράσουν στις κοινωνικές και οικονομικές προκλήσεις που προέκυψαν από την κρίση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.

Αν απαιτούνταν ένα τεκμήριο για να καταδειχθεί πως οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές είναι ανίκανοι να προτείνουν μια πολιτική διαφορετική από εκείνη που δεσπόζει στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το πρόσφεραν ο Γκόρντον Μπράουν και ο Λουίς Χοσέ Ροντρίγκεθ Θαπατέρο όταν υποστήριξαν την υποψηφιότητα του υπερ-φιλελεύθερου Χοσέ Μανουέλ Ντουράο Μπαρόζο για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής : του τέταρτου ανθρώπου της Σύσκεψης Κορυφής των Αζορών – μαζί με τον Τζορτζ Μπους, τον Τόνι Μπλαιρ και τον Χοσέ Λουίς Αθνάρ – όπου αποφασίστηκε, τον Μάρτιο του 2003, η παράνομη εισβολή στο Ιράκ...


Το 2002, οι σοσιαλδημοκράτες κυβερνούσαν σε δεκαπέντε χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αυτή τη στιγμή, ενώ η χρηματοπιστωτική κρίση καταδεικνύει το ηθικό, κοινωνικό και οικολογικό αδιέξοδο του άκρατου νεοφιλελευθερισμού, δεν κυβερνούν παρά μόνο σε πέντε κράτη (Ισπανία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Πορτογαλία και Ηνωμένο Βασίλειο).

Δεν κατάφεραν να επωφεληθούν από τον νεοφιλελεύθερο όλεθρο. Και οι κυβερνήσεις τριών από αυτές τις χώρες – Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, έχοντας δεχτεί την επίθεση των χρηματοπιστωτικών αγορών και χτυπημένες από την « κρίση του δημοσίου χρέους » – θα βυθιστούν ακόμη πιο πολύ στην ανυποληψία και στην πτώση της δημοτικότητας όταν θα αρχίσουν να εφαρμόζουν, με σιδηρά χείρα, τα προγράμματα λιτότητας και τις αντιλαϊκές πολιτικές που απαιτούνται από τη λογική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μαντρόσκυλών της.



Η αποποίηση των ίδιων της των θεμελίων τής έχει γίνει συνήθεια. Είναι πολύς καιρός που η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αποφάσισε να ενθαρρύνει τις ιδιωτικοποιήσεις, να περικόψει τους κρατικούς προϋπολογισμούς εις βάρος των πολιτών, να ανεχθεί τις ανισότητες, να προωθήσει την επιμήκυνση του ορίου ηλικίας για συνταξιοδότηση (στην Ισπανία, οι εν εξουσία σοσιαλιστές μόλις πρότειναν να αυξηθεί από τα 65 στα 67 έτη...) και να εξαρθρώσει τον δημόσιο τομέα, δίνοντας την ίδια στιγμή κίνητρα για τις συγχωνεύσεις και τις μονοπωλιακές συγκεντρώσεις των μεγα-επιχειρήσεων και κανακεύοντας τις τράπεζες.

Χρόνια τώρα έχει αποδεχθεί, χωρίς τύψεις, τον προσηλυτισμό της στον νεοφιλελευθερισμό. Επαψε να θεωρεί προτεραιότητα ορισμένους από τους στόχους που ήταν κομμάτι του ιδεολογικού της DNA, όπως η πλήρης απασχόληση, η υπεράσπιση των κοινωνικών κατακτήσεων, η ανάπτυξη των υπηρεσιών προς τους πολίτες, το τέλος των ανισοτήτων, η εξάλειψη της φτώχειας.


Από τα μέσα του 19ου αιώνα και μέχρι τη δεκαετία του 1940, κάθε φορά που ο καπιταλισμός ξεπεταγόταν προκειμένου να μεταπλάσει την κοινωνία, οι σοσιαλδημοκράτες – σχεδόν πάντα υποβοηθούμενοι από τους αριστερούς και τα συνδικάτα – πρόσφεραν πρωτότυπες και προοδευτικές αποκρίσεις : καθολική ψήφος, δωρεάν υποχρεωτική παιδεία για όλους, δικαίωμα στην εργασία, δικαίωμα στην απεργία, κοινωνική ασφάλιση, κοινωνικό κράτος, κράτος πρόνοιας... Σήμερα, αυτό το απόθεμα πολιτικής φαντασίας μοιάζει να έχει εξαντληθεί.



Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία στερείται μιας νέας κοινωνικής ουτοπίας. Και δεν ξεχωρίζει πλέον από τους συντηρητικούς σχηματισμούς παρά μόνο στην ταχύτητα που επιβάλλει για την κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας. Εκείνοι την θέλουν όσο πιο γρήγορα γίνεται· η σοσιαλδημοκρατία προτιμά πιο αργούς ρυθμούς...


Οι καιροί, βεβαιότατα, έχουν αλλάξει. Και στον νου αρκετών ψηφοφόρων της, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών από τους λιγότερο προνομιούχους, υπερισχύει το πάθος της κατανάλωσης, καθώς και ο ατομιστικός πόθος να βυθιστούν στην αφθονία που υπόσχεται η γεμάτη πειρασμούς κοινωνία μας, να πλουτίσουν, να απολαύσουν χωρίς περιορισμούς και χωρίς να λερώσουν τη συνείδησή τους...


Μπροστά σε αυτόν τον κυρίαρχο ηδονισμό, που αδιάκοπα προάγεται από τη διαφήμιση-προπαγάνδα και τα μέσα μαζικής παραπλάνησης, οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες δεν τολμούν πια να πάνε κόντρα στο ρεύμα. Φτάνουν μάλιστα στο σημείο να πείθουν τους εαυτούς τους πως δεν είναι οι καπιταλιστές που πλουτίζουν χάρη στις προσπάθειες των εργαζομένων αλλά οι φτωχοί που επωφελούνται από τους φόρους που πληρώνουν οι πλούσιοι...


Θεωρούν, όπως επιβεβαιώνει ο Ιταλός φιλόσοφος Ραφαέλε Σιμόνε, ότι « ο σοσιαλισμός δεν είναι εφικτός παρά μόνον όταν ο κατατρεγμός ξεπερνάει την ευσπλαχνία, τα βάσανα ξεπερνούν τις ευχαριστήσεις και όταν το χάος επιβάλλεται στις συγκροτημένες δομές ». [2]


Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο, και προσπαθώντας να διαφοροποιηθεί, ένας νέος σοσιαλισμός του 21ου αιώνα ξαναγεννιέται σήμερα με περίσσια ισχύ και δημιουργικότητα σε πολλές χώρες της Νότιας Αμερικής (Βολιβία, Ισημερινός, Βενεζουέλα). Ενόσω στην Ευρώπη ηχούν πένθιμα οι καμπάνες για τη σοσιαλδημοκρατία.


Αρχική δημοσίευση στην Monde Diplomatique, αναδημοσίευση στην κυριακάτικη Ελευθεροτυπία. Μτφρ. Θανάσης Κούτσης.

Notes
[1] Διαβάστε τον φάκελο « Le socialisme peut-il renaître ? » (« Μπορεί να ξαναγεννηθεί ο σοσιαλισμός ; ») στο « Philosophie Magazine », Παρίσι, Φεβρουάριος 2010.

[2] Raffaele Simone : « Les socialistes proposent toujours le sacrifice » (« Οι σοσιαλιστές πάντα προτείνουν θυσίες »), στο « Philosophie Magazine », όπ.π.
http://radicaldesire.blogspot.com/2010/04/ignacio-ramonet.html

Δεν υπάρχουν σχόλια: