Κυριακή 21 Ιουνίου 2009

«Αν δεν επιτρέπεται το κάπνισμα στον παράδεισο, εγώ δεν πάω!»


.....είχε αποφανθεί ο Μαρκ Τουέιν,
ενώ ο Οσκαρ Ουάιλντ έβλεπε το τσιγάρο ως τον τέλειο τύπο της απόλαυσης: «Είναι σύντομη, έντονη και σε αφήνει ανικανοποίητο. Τι παραπάνω να θελήσεις;».
* Ο Ζαν Κοκτό αναγνώριζε ότι «το πακέτο των τσιγάρων, η τελετουργία με την οποία τα βγάζουμε από κει, το άναμμα του αναπτήρα, κι εκείνο το αλλόκοτο σύννεφο που μας διαπερνά και που εισπνέουν τα ρουθούνια μας, αποτελούν ισχυρά θέλγητρα που έχουν σαγηνέψει και κατακτήσει τον κόσμο».

* Ο Κουρτ Βόνεγκατ, πάντως, επίσης φανατικός καπνιστής, το παραδεχόταν: «Το κάπνισμα είναι ένας πολύ σίγουρος και πολύ αξιοσέβαστος τρόπος για ν' αυτοκτονήσεις»...

* Στις αυτοβιογραφικές σελίδες της «Τελευταία πνοής», ο Λουί Μπουνιουέλ αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στις ηδονές αυτού του κόσμου, τοποθετώντας το οινόπνευμα και τον καπνό - «τους δύο πατέρες της δυνατής φιλίας και των γόνιμων ονειροπολήσεων»- στο ίδιο επίπεδο με την ερωτική πράξη.

«Ο καπνός είναι ένας αχώριστος σύντροφος σ' όλα τα γεγονότα της ζωής. Είναι ο μεγάλος φίλος των καλών και των κακών ημερών. Ανάβει κανείς ένα τσιγάρο για να γιορτάσει μια χαρά ή για να κρύψει μια πίκρα. Οταν είναι μόνος ή όταν είναι με παρέα. Ο καπνός είναι απόλαυση όλων των αισθήσεων, της όρασης (τι όμορφο θέαμα, κάτω απ' το ασημόχαρτο, αυτά τα λευκά τσιγάρα αραδιασμένα σαν παρέλαση), της οσμής, της αφής»...

Την ίδια στιγμή, ωστόσο, που ο ισπανός σκηνοθέτης εκθειάζει στο βιβλίο του τη ζεστασιά που τον πλημμυρίζει καθώς ρουφά τον καπνό, ανακαλεί την εικόνα ενός παλιού του φίλου, να τραβάει στα κλεφτά τζούρες στο νοσοκομείο κάτω από μια μάσκα οξυγόνου, πιστού ώς την τελευταία στιγμή στην απόλαυση που τον σκότωνε...

Μια εικόνα που δεν απέχει και πολύ από εκείνη που έδινε και ο Σαρτρ στα στερνά του, όταν υπέφερε από διαταραχές στην κυκλοφορία του αίματος στον εγκέφαλο κι απειλούνταν ώς και με ακρωτηριασμό των άκρων του. Οπως θα έγραφε αργότερα η Σιμόν ντε Μποβουάρ, «έπινε και κάπνιζε πεισματικά, και ήμασταν όλοι τρομοκρατημένοι».

* Κι όμως, ο γάλλος φιλόσοφος, νεότερος, είχε αποπειραθεί ν' απαλλαχθεί από αυτήν την συνήθεια. Μας το υπενθυμίζει ο Ρίτσαρντ Κλάιν στο δοκίμιό του «Τα τσιγάρα είναι θεσπέσια» (μετ. Γ. Ι. Μπαμπασάκης, εκδ. Οξύ), ένα έργο αναφοράς για τη σχέση αγάπης-μίσους για το κάπνισμα, δοσμένη μέσα από ένα ευρύ λογοτεχνικό, φιλοσοφικό και πολιτιστικό φάσμα.

«Ο κόσμος που καιγόταν»
Ιδού τι έγραφε ο Σαρτρ στο «Είναι και το μηδέν», ανύποπτος ίσως για το μάταιο της προσπάθειάς του, συνδέοντας το κάπνισμα λιγότερο με τη γεύση του και περισσότερο με το νόημά του:

«Μέσω του ταμπάκου που κάπνιζα ήταν ο κόσμος όλος που καιγόταν, που καπνιζόταν, που ανασχηματιζόταν σε αχνό προκειμένου και πάλι να εισαχθεί εντός μου. Για να τηρήσω την απόφασή μου να κόψω το κάπνισμα, όφειλα να κατορθώσω ένα είδος αποκρυστάλλωσης -δηλαδή, χωρίς να το συνειδητοποιήσω επακριβώς, περιόρισα τον καπνό στο καθεαυτό είναι του: σε ένα φύλλο που καίγεται. Εκοψα τους συμβολικούς δεσμούς μου με τον κόσμο, έπεισα τον εαυτό μου ότι δεν θα έχανα τίποτε από το θέατρο, από το τοπίο, από το βιβλίο που μελετούσα, εάν τ' αντιμετώπιζα χωρίς την πίπα μου. Κατέληξα, δηλαδή, στο ότι πρέπει να έχω άλλους τρόπους κατοχής αυτών των αντικειμένων και όχι μέσω εκείνης της θυσιαστικής τελετουργίας. Αμέσως μόλις πείστηκα γι' αυτό, η θλίψη μου περιορίστηκε στην ασημαντότητα».

* Ντίκενς, Γέιτς, Χένρι Τζέιμς, Τζόζεφ Κόνραντ, Βιρτζίνια Γουλφ, Μπρεχτ, Καμί, Χέμινγουεϊ, Ελιοτ, Μποντλέρ, Σιμενόν, Παπαδιαμάντης... Πώς θα ένιωθαν οι παραπάνω έτσι κι επέστρεφαν σ' έναν κόσμο όπου η πιο αγαπημένη τους συντροφιά στις πιο δημιουργικές φάσεις της ζωής τους θα είχε απαγορευτεί;

* Και τι είδους άξονας θα διαπερνούσε το αριστούργημα του Ιταλο Σβέβο «Η συνείδηση του Ζήνωνα» αν ο εθισμός στη νικοτίνη δεν είχε απασχολήσει ποτέ τους ανθρώπους ή αν κάποιοι σύγχρονοι του συγγραφέα, όπως ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι, δεν αντιμετώπιζαν αυτό το «αστικό βίτσιο» με αποστροφή;

Μια ζωή ο ήρωας του Σβέβο καπνίζει το «τελευταίο» του τσιγάρο, μια ζωή αποδίδει στην εξάρτησή του όλα του τα δεινά. Αναρωτιέται ο νευρωτικός Ζήνων: «Σταματώντας το κάπνισμα θα γινόμουν άραγε ιδανικός, ο δυνατός άνθρωπος που ονειρευόμουν; Μπορεί αυτή η αμφιβολία να με έδεσε τόσο με το βίτσιο μου, γιατί είναι πολύ βολικό να ζεις με την πίστη πως είσαι σπουδαίος, αλλά η σπουδαιότητά σου βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση...
»

Νομίζω πως το τελευταίο τσιγάρο έχει πιο έντονη γεύση όταν είναι το τελευταίο. Και τα άλλα έχουν τη δική τους ιδιαίτερη γεύση αλλά λιγότερο έντονη. Το τελευταίο οφείλει τη γεύση του στο συναίσθημα του θριάμβου και στην ελπίδα για ένα υγιές και σφριγηλό μέλλον. Τα άλλα έχουν τη σπουδαιότητά τους γιατί την ώρα που τ' ανάβεις διαδηλώνεις την ελευθερία σου, ενώ παράλληλα το σφριγηλό και υγιές μέλλον παραμένει το μόνο που μετατίθεται κάπως»...

* Πέρα όμως από το τελευταίο -εντός ή εκτός εισαγωγικών- τσιγάρο, υπάρχει και το πρώτο, το παρθενικό. Σαν κι αυτό που κάπνισε στα έντεκα χρόνια του ο αφηγητής του διηγήματος του Θανάση Βαλτινού «Εθισμός στη νικοτίνη», καθώς ενηλικιωνόταν πριν την ώρα του επί Κατοχής, εν μέσω πτωμάτων και βιαιοπραγιών.

* Κι αν το πρώτο τσιγάρο που προσφέρθηκε σε λογοτεχνικό έργο είχε αποδέκτη την ατίθαση και ξελογιάστρα τσιγγάνα «Κάρμεν» στην ομώνυμη νουβέλα του Προσπέρ Μεριμέ, είναι άπειρα εκείνα που έχουν λάμψει μέσα στη νύχτα ως εργαλεία θεραπείας ή ως τεκμήρια φιλίας σε φημισμένα πολεμικά μυθιστορήματα -από το «Ουδέν νεώτερο από το δυτικό μέτωπο» του Ρεμάρκ και το «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα» του Χέινγουεϊ ώς το κορυφαίο έργο του Μέιλερ

«Οι γυμνοί και οι νεκροί».

Στην εποχή της πολιτικής ορθότητας και της επελαύνουσας καπναπαγόρευσης, η λοιδορημένη αυτή ηδονή εξακολουθεί να δίνει λογοτεχνικούς καρπούς.

* Στην παρωδία «Το κοριτσάκι και το τσιγάρο», ο Μπενουά Ντιτέρτρ ξεκινά την αφήγησή του μ' ένα νομικό παράδοξο: η τελευταία επιθυμία ενός θανατοποινίτη να καπνίσει ένα τσιγάρο σκοντάφτει πάνω στη διάταξη που απαγορεύει αυστηρά το κάπνισμα στους χώρους της φυλακής και η εκτέλεσή του αναβάλλεται.

Ενώ λίγες σελίδες παρακάτω, ένας δημοτικός υπάλληλος που καταφεύγει στις τουαλέτες για να καπνίσει, συλλαμβάνεται επ' αυτοφώρω από ένα πεντάχρονο κοριτσάκι και χωρίς καλά καλά να το συνειδητοποιήσει μπλέκεται σ' έναν δικαστικό κυκεώνα κατηγορούμενος για πολύ σοβαρότερο έγκλημα.

Θεραπεία-θρίλερ

«Εμάς που λατρέψαμε την καρέτα καρέτα, χωρίς ποτέ να διανοηθούμε να την καπνίσουμε ή να την μασήσουμε, γιατί δεν μας αφήνετε να ζούμε με τα καρέλια καρέλια, ακόμα κι αν δεν τραβάμε ούτε τζούρα απ' αυτά; Δεν ακούτε τη βραχνή από το τσιγάρο φωνή του ποιητή; Πόσο βαθιά και σε τι κλουβί πρέπει να τον παραχώσετε για να μη σας ενοχλεί η φωνή του;» γράφει ο Δημήτρης Νόλλας στα «Φύλλα καπνού».

Παραμένει πολύ καχύποπτος με την έγνοια του κράτους για την υγεία των υπηκόων του, σε μια περίοδο που γίνονται «μετάνοιες στον πραγματικό άρχοντα του κόσμου, το χρήμα», και το κράτος-πρόνοιας μοιάζει με μακρινή ανάμνηση από το παρελθόν.

* Λέτε στα χρόνια που έρχονται να δούμε να ξεφυτρώνουν εταιρείες σαν αυτή που γέννησε η φαντασία του Στίβεν Κίνγκ στο διήγημά του «Αντικαπνιστική Α.Ε.», από τη συλλογή «Νυχτερινή βάρδια»; «Δεν χορηγούμε φάρμακα. Δεν έχουμε κανέναν ιεροκήρυκα να σας κάνει πλύση εγκεφάλου με κηρύγματα. Δεν συνιστούμε καμία ειδική δίαιτα. Και δεν δεχόμαστε καμία πληρωμή μέχρις ότου σταματήσετε το κάπνισμα για ένα χρόνο», ενημερώνει τον ήρωα του Κινγκ το στέλεχος της εταιρείας.

Για τι είδους θεραπεία πρόκειται, λοιπόν; Η κούρα προβλέπει ασφυκτική παρακολούθηση του «ασθενούς» επί 24ώρου βάσεως, άγριους ξυλοδαρμούς και ηλεκτροσόκ, ώς και απειλές κατά της ζωής των συγγενικών του προσώπων, σε περίπτωση ζαβολιάς ή συνεχών υποτροπιασμών. Ας ελπίσουμε ότι τέτοιοι εφιάλτες δεν θα ζωντανέψουν στην πραγματικότητα ποτέ. *

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά, Κυριακή 21 Ιουνίου 2009
Της ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ

-----------------------------------------------------------------------------------------------

Τσιγάρο; Μόνο ζωγραφιστό !

Σε εποχές που η πολιτική ορθότητα και η αγωγή υγείας δεν είχαν στρέψει ακόμα τα πυρά τους κατά του καπνού, το μάσημα του ταμπάκου, τα τσιγάρα, η πίπα, ο ναργιλές, ενδείξεις συχνά μιας μποέμικης ζωής, συνόδευαν τους εικαστικούς καλλιτέχνες που, αγνοώντας τις βλαβερές συνέπειες και τους κινδύνους εθισμού, απαθανάτισαν το, δαιμονοποιημένο σήμερα, πάθος τους στα έργα τους.

* Το 18ο αιώνα, ο άγγλος σατιρικός ηθογράφος και γελοιογράφος Τόμας Ρόουλαντσον έδειξε επανειλημμένα τους πρωταγωνιστές των κωμικών πινάκων του να καπνίζουν. Σε ένα από τα γνωστότερα έργα του, μάλιστα, δεν διστάζει να παρουσιάσει έναν άντρα να καπνίζει και να πίνει τη στιγμή της ερωτικής συνεύρεσης με τη στρουμπουλή παρτενέρ του. Από τις αρχές του 19ου αιώνα, κυρίως οι ναργιλέδες είχαν χρησιμοποιηθεί από τους ζωγράφους του οριενταλισμού και ειδικότερα από τον Ευγένιο Ντελακρουά.
Στα καμπαρέ του Τουλούζ-Λοτρέκ

* Ακόμα νωρίτερα, τον 17ο αι., ο Ιρανός Μουχαμάντ Κασίμ είχε παρουσιάσει μια νεαρή Περσίδα να ρουφά τον καπνό του ναργιλέ, ο Ολλανδός Χέντρικ Γιαντζ, το 1621, δείχνει ένα μικρό αγόρι να ανάβει την πίπα του και ο Μισέλ Γκομπέν, το 1681, έναν νεαρό Ανατολίτη σε στιγμές περισυλλογής παρέα με την πίπα του.

* Το 1627, ο Φλαμανδός Αντριααν Μπράουερ είχε ζωγραφίσει το έργο «Οι καπνιστές», με μια παρέα χωρικών να απολαμβάνουν τις πίπες τους, ενώ μια αντίστοιχη σκηνή φιλοτεχνεί και ο Κονσταντίν Χάνσεν το 1837 στο έργο του «Μια ομάδα δανών καλλιτεχνών στη Ρώμη».
* Οι γάλλοι ιμπρεσιονιστές τίμησαν ιδιαίτερα το κάπνισμα. Ανάμεσα στα πολλά έργα του Εντουάρ Μανέ με σκηνές της καθημερινής ζωής ξεχωρίζει η «Σερβιτόρα» με έναν καπνιστή πίπας σε πρώτο πλάνο, μια αυτοπροσωπογραφία του 1858, ο «Καπνιστής» του 1866 αλλά και το «Πορτρέτο του Στεφάν Μαλαρμέ» να κρατά σκεπτικός το πούρο του.

* Την ίδια εποχή ο Γκιστάβ Κουρμπέ ζωγραφίζει τον Μποντλέρ βυθισμένο σ' ένα βιβλίο με την πίπα του.

* Ο μεταϊμπρεσιονιστής Πολ Σεζάν είχε ως αγαπημένη του πρακτική την αποτύπωση πορτρέτων συνηθισμένων καθημερινών ανθρώπων που συχνά κάπνιζαν την πίπα ή τα τσιγάρα τους όπως στο έργο «Ανδρας με πίπα» του 1895 και ακόμα περισσότερο στους πέντε πίνακες με τον τίτλο «Χαρτοπαίκτες».

* Αλλά και ο εξπρεσιονιστής Νορβηγός Εντβαρ Μουνκ έχει σχεδιάσει τον εαυτό του σε νεαρή ηλικία, με τον καπνό του τσιγάρου να θολώνει ακόμα περισσότερο τη μουντή ατμόσφαιρα.

* Στο ίδιο ρεύμα και ο επίσης εξπρεσιονιστής και ιδρυτής της Γέφυρας, Λούντβιχ Κίρχνερ, με το έργο του «Σκηνή από δρόμο του Βερολίνου» με έναν γερμανό αστό να κάνει τη βόλτα του με το τσιγάρο στο στόμα.

* Ο Τουλούζ Λοτρέκ, που αναπαρέστησε συχνά την πολύβουη παριζιάνικη νύχτα και τα γεμάτα καπνό καμπαρέ, έχει σχεδιάσει ένα ολοζώντανο, σχεδόν φωτογραφικό «Πορτρέτο του Λουί Πασκάλ», φυσικά με το τσιγάρο στα χείλη.

* Ο Ανρί Ρουσό, με τη ναΐφ αντισυμβατικότητα που τον διέκρινε, έχει αποδώσει την «Προσωπογραφία του Πιέρ Λοτί» με έναν άκρως ασυνήθιστο τρόπο για το 1891. Ο συνειρμός που προκαλεί το τσιγάρο σε πρώτο πλάνο με τις υψικαμίνους που καπνίζουν στο φόντο θα ήταν σήμερα πολύτιμο εργαλείο στα επιχειρήματα της αντικαπνιστικής καμπάνιας.

* Νεαρός δανδής στα 17 του, ο πρώιμος Σαλβαντόρ Νταλί, πριν ακόμα επιδοθεί στα σουρεαλιστικά όργια της αχαλίνωτης φαντασίας του, δημιούργησε μια εντυπωσιακή αυτοπροσωπογραφία του με πίπα, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1925, φιλοτέχνησε δύο πορτρέτα του πατέρα του, στο ένα εκ των οποίων καπνίζει πίπα και στο άλλο τσιγάρο.
Πενήντα χρόνια αργότερα, το 1973, επανέρχεται στο τσιγάρο και δημιουργεί μια σειρά στερεοσκοπικών πινάκων με τίτλο «Ο κοιμώμενος καπνιστής».
Ομως, πλέον, είχε σταματήσει το κάπνισμα και είχε υποκαταστήσει τη συνήθεια με τη φροντίδα του μουστακιού του. Ελεγε: «Από τότε που έκοψα το κάπνισμα, αποφάσισα να αφήσω μουστάκι - είναι καλύτερο για την υγεία. Εντούτοις, πάντα συνήθιζα να έχω μαζί μου μια διακοσμητική ταμπακέρα στην οποία αντί για καπνό, είχα τοποθετημένα μερικά μουστάκια σαν αυτό του Adolphe Menjou (σ.σ.: αμερικανός ηθοποιός). Τα προσέφερα ευγενικά στους φίλους μου λέγοντας: "Μουστάκι; μουστάκι;" Κανείς δεν τολμούσε να τα αγγίξει».

* Ο Γερμανός Οτο Ντιξ που συμμετείχε σε πολλά πρωτοποριακά ρεύματα των αρχών του 20ού αιώνα σχεδίασε διάφορα πορτρέτα διογκώνοντας τις ανθρώπινες ατέλειες. Στο πιο διάσημο, ίσως, από αυτά φιλοτεχνεί τη δημοσιογράφο και ποιήτρια Σίλβια Φον Χάρντεν να απολαμβάνει το τσιγάρο της.

* Και ο μεγάλος Πάμπλο Πικάσο, όμως, που συνέχισε να καπνίζει μέχρι τα γεράματά του, συχνά στα έργα όλων των περιόδων του χρησιμοποίησε τσιγάρα και πίπες. Εξάλλου, μια από τις πιο γνωστές φωτογραφίες του ισπανού καλλιτέχνη είναι αυτή που ποζάρει κρατώντας ένα πιστόλι και φορώντας ένα καουμπόικο καπέλο που του δώρισε ο Γκάρι Κούπερ. Φυσικά, καπνίζοντας!

* Στο πλαίσιο των οπτικών και λεκτικών παραδόξων του Ρενέ Μαγκρίτ εντάσσεται και η γνωστή πίπα του 1928 που συνοδεύεται από τη φράση «Αυτή δεν είναι μια πίπα»! Ο Μαγκρίτ έλεγε: «Η περίφημη πίπα... Με έχουν κατηγορήσει πολύ γι' αυτή! Και όμως... μπορείτε να τη γεμίσετε με καπνό; Οχι, γιατί είναι απλώς μια εικόνα και τίποτε περισσότερο. Εάν είχα γράψει "Αυτή είναι μια πίπα" θα έλεγα ψέματα!»

* Από τους πιο σύγχρονους καλλιτέχνες, ο Τομ Γουέσελμαν, στους ποπ πίνακές του και ιδιαίτερα στη σειρά 100 έργων με τίτλο «Μεγάλο αμερικανικό γυμνό», χρησιμοποιεί πολλές φορές τσιγάρα σε πολύχρωμες συνθέσεις και συνήθως δίπλα σε γυναίκες που τα απολαμβάνουν ηδυπαθώς, ενώ ο Κολομβιανός Φερνάντο Μποτέρο με τις γνωστές γκροτέσκες και παραμορφωμένες εικόνες του παρεμβάλλει συχνά τσιγάρα στα χέρια των προσώπων των έργων του.

* Η πιο ιδιάζουσα περίπτωση, όμως, είναι αυτή του Βίνσεντ Βαν Γκογκ που το 1885 δημιουργεί και έναν παράξενο, μακάβριο, τρομακτικό και προφητικό πίνακα που εκατό χρόνια αργότερα έγινε αφίσα σε εκστρατείες κατά του καπνίσματος: Το «Κρανίο με αναμμένο τσιγάρο» συμπίπτει με το θάνατο του πατέρα του καλλιτέχνη και είναι αποτέλεσμα της ήδη επιβαρυμένης υγείας του αλλά και των ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει.
Το 1889, μετά το πρώτο αυτοκαταστροφικό κρούσμα που οδήγησε στο κόψιμο του αφτιού του, ο Βαν Γκογκ θα ζωγραφίσει την «Αυτοπροσωπογραφία με μπανταρισμένο αφτί», ένα πορτρέτο στο οποίο η πίπα είναι το μόνο σημάδι θέρμης και αισιοδοξίας, ενώ λίγο αργότερα θα δημιουργήσει την περίφημη «Καρέκλα με πίπα», όπου πλέον ο ίδιος ο καλλιτέχνης είναι πια απών.
Ενα χρόνο μετά, θα πεθάνει από επιπλοκές που προκλήθηκαν λόγω του αυτοπυροβολισμού του στην καρδιά. Λέγεται ότι στο νεκροκρέβατό του είχε δίπλα του μόνο την πίπα του.

* Ο κόσμος της ένατης τέχνης των κόμικς, σε αντίθεση με αυτόν της ζωγραφικής, ήταν κατά κανόνα αμόλυντος από τσιγάρα και άλλες εξαρτήσεις.
Οι συνήθεις καπνιστές ήταν οι νουάρ αστυνομικοί παλαιών δεκαετιών, οι «κακοί» όπως ο ντισνεϊκός Μαύρος Πιτ και οι γραφικοί όπως ο παθιασμένος οπαδός της πίπας Κάπτεν Χάντοκ στις περιπέτειες του Τεν-Τεν. Τομή στον αντικαπνιστικό άγραφο νόμο αποτέλεσε η δεκαετία του '60 με την εμφάνιση των σατιρικών αντεργκράουντ κόμικς που είχαν ως βασικό συστατικό τους τη χρήση ψυχοτρόπων και ψυχεδελικών ουσιών. Δημιουργοί όπως ο Γκίλμπερτ Σέλτον με τους Φρικ Μπράδερς και ο Ρόμπερτ Κραμπ με τον Φριτς το Γάτο, χρησιμοποίησαν τσιγάρα και άλλες... σκόνες στις ιστορίες τους.
Στα κόμικς το 'κοψαν
Η εμφάνιση των εναλλακτικών κόμικς για ενήλικους αναγνώστες νομιμοποίησε ακόμα περισσότερο το τσιγάρο, σε αντιδιαστολή με τα υπερηρωικά κόμικς στα οποία το τσιγάρο απουσίαζε και ουσιαστικά εξαφανίστηκε μετά το 1989.

* Τότε, η Comics Code Authority, ο οργανισμός που εγκρίνει με τη σφραγίδα καταλληλότητας τη συντριπτική πλειονότητα των κόμικς στις ΗΠΑ, αποφάσισε να συστήσει σε δημιουργούς και εκδότες να μην παρουσιάζουν τσιγάρα στις ιστορίες τους, αλλά και όταν το κάνουν «ο χρήστης πρέπει να φαίνεται ότι πληρώνει το τίμημα με συνέπειες στην υγεία του, τη φυσική του κατάσταση και την κοινωνική του θέση».
Η εταιρεία που πειθάρχησε περισσότερο από κάθε άλλη ήταν η Μάρβελ. Ετσι, φανατικοί φίλοι του καπνού όπως ο Γούλβεριν έκοψαν το τσιγάρο, ωστόσο κάποιοι άλλοι όπως ο Νικ Φιούρι εξακολουθούν σε κάποιους τίτλους να καπνίζουν, ενώ σε όσους απευθύνονται σε νεαρότερους αναγνώστες απέχουν της βλαβερής συνήθειας ως ένδειξη παραδειγματισμού.

* Χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιας μεταμόρφωσης είναι και ο «ευρωπαίος» καουμπόι Λούκι Λουκ που, ενώ για πολλές δεκαετίες πυροβολούσε πιο γρήγορα κι απ' τη σκιά του πάντα με το τσιγάρο κολλημένο στα χείλη, πλέον αναγκάζεται να μασουλάει ένα φυλλαράκι.

Κάποιοι άλλοι, όμως, όπως ο «αιρετικός» ιερέας Τζέσε Κάστερ του Preacher και ο Τζον Κόνσταντιν του Hellblazer, δεν θα το κόψουν ποτέ. *

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-Επτά, Κυριακή 21 Ιουνίου 2009
Του ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΥΚΟΥΛΑ


3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μια βδομάδα έμεινε για να το κόψετε ή να καπνίζετε χωρίς να μας ενοχλείτε. Όσους λογοτέχνες και να επικαλείστε, το ρημάδι βλάπτει και το ξέρετε.

Ανώνυμος είπε...

Δεν ξέρεις ότι το λιβάνι πάει με το… ντουμάνι;

Angel είπε...

Πολύ κλάμα και μελαγχολία… Ετσι κανουν και τα παιδια στο ΚΕΘΕΑ τις πρωτες μερες χωρις την παραμυθα τους. Αλλα ο πρωτος ανωνυμος εχει δικιο. Μπορείτε και να καπνίζετε χωρίς να μας ενοχλείτε.