Πέμπτη 16 Απριλίου 2009

Μεγάλη Πέμπτη...

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μ. Πέμπτη και Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, όπως γράφει ο Ελύτης. Παραθέτουμε ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη:

Χωρίς στεφάνι

Τάχα δεν ήτον οικοκυρά κι αυτή στο σπίτι της και στην αυλήν της; Τάχα δεν ήτο κι αυτή, έναν καιρόν, νέα με ανατροφήν; Είχε μάθει γράμματα εις τα σχολεία. Είχε πάρει το δίπλωμά της από το Αρσάκειον.
Κι ετήρει όλα τα χρέη της τα κοινωνικά, και μετήρχετο τα οικιακά έργα της, καλλίτερ’ από καθεμίαν. Είχε δε μεγάλην καθαριότητα εις το σπίτι της, κι εις τα κατώφλιά της, πρόθυμη ν’ ασπρίζη και να σφουγγαρίζη, χωρίς ποτέ να βαρύνεται, και χωρίς να δεικνύη την παραξενιάν εκείνην ήτις είνε συνήθης εις όλας τας γυναίκας, τας αγαπώσας μέχρις υπερβολής την καθαριότητα. Και όταν έμβαινεν η Μεγάλη Εβδομάς, εδιπλασίαζε τα ασπρίσματα και τα πλυσίματα, τόσον οπού έκαμνε το πάτωμα ν’ αστράφτη, και τον τοίχον να ζηλεύη το πάτωμα.
Ήρχετο η Μεγάλη Πέμπτη και αυτή άναφτε την φωτιάν της, έστηνε την χύτραν της, κι έβαπτε κατακόκκινα τα πασχαλινά αυγά. Ύστερον ητοίμαζε την λεκάνην της, εγονάτιζεν, εσταύρωνε τρεις φοραίς τ’ αλεύρι κι εζύμωνε καθαρά και τεχνικά της κουλούραις, κι ενέπηγε σταυροειδώς επάνω τα κόκκινα αυγά.
Και το βράδυ, όταν ενύχτωνε, δεν ετόλμα να πάγη ν’ ανακατωθή με τας άλλας γυναίκας διά ν’ ακούση τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Ήθελε να ήτον τρόπος να κρυβή οπίσω από τα νώτα καμμιάς υψηλής και χονδρής, ή εις την άκραν ουράν όλου του στίφους των γυναικών, κολλητά με τον τοίχον, αλλ’ εφοβείτο μήπως γυρίσουν και την κυττάξουν.
Την Μεγάλην Παρασκευήν όλην την ημέραν ερρέμβαζε κι έκλαιε μέσα της, κι εμοιρολογούσε τα νειάτα της, και τα φίλτατά της όσα είχε χάσει, και ωνειρεύετο ξυπνητή, κι εμελετούσε να πάγη κι αυτή το βράδυ πριν αρχίση η Ακολουθία ν’ ασπασθή κλεφτά-κλεφτά τον Επιτάφιον, και να φύγη, καθώς η Αιμόρρους εκείνη, η κλέψασα την ίασίν της από τον Χριστόν. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, όταν ήρχιζε να σκοτεινιάζη, της έλειπε το θάρρος, και δεν απεφάσιζε να υπάγη. Της ήρχετο παλμός.
Αργά την νύκτα, όταν η ιερά πομπή μετά σταυρών και λαβάρων και κηρίων εξήρχετο του ναού, εν μέσω ψαλμών και μολπών και φθόγγων εναλλάξ της μουσικής των ορφανών Χατζηκώστα, και θόρυβος και πλήθος και κόσμος εις το σκιόφως πολύς, τότε ο Γιαμπής ο επίτροπος προέτρεχε να φθάση εις την οικίαν του, διά να φορέση τον μεταξωτόν κεντητόν του σκούφον, και κρατών το ηλέκτρινον κομβολόγιόν του, να εξέλθη εις τον εξώστην, με την ματαιουμένην από έτους εις έτος ελπίδα ότι οι ιερείς θ’ απεφάσιζον να κάμουν στάσιν και ν’ αναπέμψουν δέησιν υπό τον εξώστην του. Τότε και η πτωχή αυτή, η Χριστίνα η Δασκάλα (όπως την έλεγαν έναν καιρόν εις την γειτονιάν), εις το μικρόν παράθυρον της οικίας της, μισοκρυμμένη όπισθεν του παραθυροφύλλου εκράτει την λαμπαδίτσαν της, με το φως ίσα με την παλάμην της, κι έρριπτεν άφθονον μοσχολίβανον εις το πήλινον θυμιατόν, προσφέρουσα μακρόθεν το μύρον εις Εκείνον, όστις εδέχθη ποτέ τα αρώματα και τα δάκρυα της αμαρτωλού, και μη τολμώσα εγγύτερον να προσέλθη και ασπασθή τους αχράντους και ηλοτρήτους και αιμοσταγείς πόδας Του.

Και την Κυριακήν το πρωί, βαθειά μετά τα μεσάνυκτα, ίστατο πάλιν μισοκρυμμένη εις το παράθυρον, κρατούσα την ανωφελή και αλειτούργητην λαμπάδα της, και ήκουε τας φωνάς της χαράς και τους κρότους, κι έβλεπε κι εζήλευε μακρόθεν εκείνας, οπού επέστρεφαν τρέχουσαι φρου-φρου από την εκκλησίαν, φέρουσαι τας λαμπάδας των λειτουργημένας, αναμμένας έως το σπίτι, ευτυχείς, και μέλλουσαι να διατηρήσωσι δι’ όλον τον χρόνον το άγιον φως της Αναστάσεως. Και αυτή έκλαιε κι εμοιρολογούσε την φθαρείσαν νεότητά της.

Μόνον το απόγευμα της Λαμπρής, όταν εσήμαινον οι κώδωνες των ναών διά την Αγάπην, την Δευτέραν Ανάστασιν καλουμένην, μόνον τότε ετόλμα να εξέλθη από την οικίαν, αθορύβως και ελαφρά πατούσα, τρέχουσα τον τοίχον-τοίχον, κολλώσα από τοίχον εις τοίχον, με σχήμα και με τρόπον τοιούτον ως να έμελλε να εισέλθη διά τι θέλημα εις την αυλήν καμμιάς γειτονίσσης. Και από τοίχον εις τοίχον έφθανεν εις την βόρειον πλευράν του ναού, και διά της μικράς πλαγινής θύρας, κρυφά και κλεφτά έμβαινε μέσα.
Εις τας Αθήνας, ως γνωστόν, η πρώτη Ανάστασις είνε για της κυράδες, η δευτέρα για της δούλαις. Η Χριστίνα η Δασκάλα εφοβείτο τας νύκτας να υπάγη εις την Εκκλησίαν, μήπως την κυττάξουν, και δεν εφοβείτο την ημέραν, να μην την ιδούν. Διότι η κυράδες την εκύτταζαν, η δούλαις την έβλεπαν απλώς. Εις τούτο δε ανεύρισκε μεγάλην διαφοράν. Δεν ήθελε ή δεν ημπορούσε να έρχεται εις επαφήν με τας κυρίας, και υπεβιβάζετο εις την τάξιν των υπηρετριών. Αυτή ήτο η τύχη της.

Ωραίον και πολύ ζωντανόν, και γραφικόν και παρδαλόν, ήτο το θέαμα. Οι πολυέλεοι ολόφωτοι αναμμένοι, αι άγιαι εικόνες στίλβουσαι, οι ψάλται αναμέλποντες τα Πασχάλια, οι παπάδες ιστάμενοι με το Ευαγγέλιον και την Ανάστασιν επί των στέρνων, τελούντες τον Ασπασμόν.
Η δούλαις με τας κορδέλλας των και με τας λευκάς ποδιάς των, εμοίραζαν βλέμματα δεξιά και αριστερά, κι εφλυάρουν προς αλλήλας, χωρίς να προσέχουν εις την ιεράν ακολουθίαν. Η παραμάναις ωδήγουν από την χείρα τριετή και πενταετή παιδία και κοράσια, τα οποία εκράτουν τας χρωματιστάς λαμπάδας των, κι έκαιον τα χρυσόχαρτα με τα οποία ήσαν στολισμέναι, κι έπαιζαν κι εμάλωναν μεταξύ των, κι εζητούσαν να καύσουν όπισθεν τα μαλλιά τού προ αυτών ισταμένου παιδίου. Οι λούστροι έρριπτον πυροκρόταλα εις πολλά άγνωστα μέρη εντός του ναού, και κατετρόμαζον ταις δούλαις. Ο μοναδικός αστυφύλαξ τους εκυνηγούσε, αλλ’ αυτοί έφευγαν από την μίαν πλαγινήν θύραν, κι ευθύς επανήρχοντο διά της άλλης. Οι επίτροποι εγύριζον τους δίσκους κι έρραινον με ανθόνερον ταις παραμάναις.
Δύο ή τρεις νεαραί μητέρες της κατωτέρας τάξεως του λαού, επτά ή οκτώ παραμάναις, εκρατούσαν πεντάμηνα και επτάμηνα βρέφη εις τας αγκάλας. Τα μικρά ήνοιγον τεθηπότα τους γλυκείς οφθαλμούς των, βλέποντα απλήστως το φως των λαμπάδων, των πολυελέων και μανουαλίων, τους κύκλους και τα νέφη του ανερχομένου καπνού του θυμιάματος και το κόκκινον και πράσινον φως το διά των υάλων του ναού εισερχόμενον, το ανεμίζον ράσον του εκκλησάρχου καλογήρου, τρέχοντος μέσα-έξω εις διάφορα θελήματα, τα γένεια των παπάδων σειόμενα εις πάσαν κλίσιν της κεφαλής, εις πάσαν κίνησιν των χειλέων, διά να επαναλάβουν εις όλους το Χριστός ανέστη. Βλέποντα και θαυμάζοντα όλα όσα έβλεπον, τα στίλβοντα κομβία και τα στρημμένα μουστάκια του αστυφύλακος, τους λευκούς κεφαλοδέσμους των γυναικών, και τους στοίχους των άλλων παιδίων, όσα ήσαν αραδιασμένα εγγύς και πόρρω, παίζοντα με τους βοστρύχους της κόμης των βασταζουσών, και ψελλίζοντα ανάρθρους αγγελικούς φθόγγους.
Δύο οκτάμηνα βρέφη εις τας αγκάλας δύο νεαρών μητέρων, αίτινες ίσταντο ώμον με ώμον πλησίον μιας κολώνας, μόλις είδαν το έν το άλλο, και πάραυτα εγνωρίσθησαν και συνήψαν σχέσεις, και το έν, ωραίον και καλόν και εύθυμον, έτεινε την μικράν απαλήν χείρά του προς το άλλο, και το είλκε προς εαυτό, και εψέλλιζεν ακαταλήπτους ουρανίους φθόγγους.

Αλλ’ η φωνή του βρέφους ήτο λιγεία, και ηκούσθη ευκρινώς εκεί γύρω, και ο Γιαμπής ο επίτροπος δεν ηγάπα ν’ ακούη θορύβους. Εις όλας τας νυκτερινάς ακολουθίας των Παθών πολλάκις είχε περιέλθει τας πυκνάς των γυναικών τάξεις διά να επιπλήξη πτωχήν τινα μητέρα του λαού διότι είχε κλαυθμηρίσει το τεκνίον της. Ο ίδιος έτρεξε και τώρα να επιτιμήση και αυτήν την πτωχήν μητέρα διά τους ακάκους ψελλισμούς του βρέφους της.
Τότε η Χριστίνα η δασκάλα, ήτις ίστατο ολίγον παρέκει, οπίσω από τον τελευταίον κίονα, κολλητά με τον τοίχον, σύρριζα εις την γωνίαν, εσκέφθη ακουσίως της -και το εσκέφθη όχι ως δασκάλα, αλλ’ ως αμαθής και ανόητος γυνή οπού ήτον- ότι, καθώς αυτή ενόμιζε, κανείς, ας είνε και επίτροπος ναού, δεν έχει δικαίωμα να επιπλήξη πτωχήν νεαράν μητέρα διά τους κλαυθμηρισμούς του βρέφους της, καθώς δεν έχει δικαίωμα να την αποκλείση του ναού διότι έχει βρέφος θηλάζον. Καθημερινώς δεν μεταδίδουν την θείαν κοινωνίαν εις νήπια κλαίοντα; Και πρέπει να τα αποκλείσουν της θείας μεταλήψεως διότι κλαίουν; Έως πότε όλη η αυστηρότης των «αρμοδίων» θα διεκδικήται και θα ξεθυμαίνη μόνον εις βάρος των πτωχών και των ταπεινών;
Εκ του μικρού τούτου περιστατικού, η Χριστίνα έλαβεν αφορμήν να ενθυμηθή ότι προ χρόνων, μίαν νύκτα, κατά την ύψωσιν του Σταυρού, όταν επήγε να εκκλησιασθή εις τον ναΐσκον του Αγίου Ελισσαίου, παρά την Πύλην της Αγοράς, ενώ ο αναγνώστης έλεγε τον Απόστολον, όταν απήγγειλε τας λέξεις «τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός», αίφνης, κατά θαυμασίαν σύμπτωσιν, από τον γυναικωνίτην έν βρέφος ήρχισε να ψελλίζη μεγαλοφώνως, αμιλλώμενον προς την φωνήν του αναγνώστου. Και οποίαν γλυκύτητα είχε το παιδικόν εκείνο κελάδημα! Τόσον ωραίον πρέπει να ήτο το Ωσαννά το οποίον έψαλλον το πάλαι οι παίδες των Εβραίων προς τον ερχόμενον Λυτρωτήν. «Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον, ένεκα των εχθρών σου, του καταλύσαι εχθρόν και εκδικητήν».
Τοιαύτα ανελογίζετο η Χριστίνα, σκεπτομένη ότι καμμία μήτηρ δεν θα ήτο τόσον αφιλότιμος ώστε να μη στενοχωρήται, και να μη σπεύδη να κατασιγάση το βρέφος της, και να μη παρακαλή ν’ ανοιχθή πλησίον της εις τον τοίχον, διά θαύματος, θύρα, διά να εξέλθη το ταχύτερον. Περιτταί δε ήσαν αι νουθεσίαι του επιτρόπου, πρόσθετον προκαλούσαι θόρυβον, και αφού προς βρέφος θηλάζον όλα τα συνήθη μέσα της πειθούς είναι ανίσχυρα, μόνη δε η μήτηρ είνε κάτοχος άλλων μέσων πειθούς, την χρήσιν των οποίων περιττόν να έλθη τρίτος τις διά να της υπενθυμίση. Κι έπειτα λέγουν ότι οι άνδρες έχουν περισσότερον μυαλό από τας γυναίκας!

Ούτω εφρόνει η Χριστίνα. Αλλά τι να είπη; Αυτής δεν της έπεφτε λόγος. Αυτή ήτον η Χριστίνα η δασκάλα, όπως την έλεγαν έναν καιρόν. Παιδία δεν είχε διά να φοβήται τας επιπλήξεις του επιτρόπου. Τα παιδία της τα είχε θάψει, χωρίς να τα έχη γεννήσει. Και ο ανήρ τον οποίον είχε δεν ήτο σύζυγός της.
Ήσαν ανδρόγυνον χωρίς στεφάνι.

Χωρίς στεφάνι! Οπόσα τοιαύτα παραδείγματα!...
Αλλά δεν πρόκειται να κοινωνιολογήσωμεν σήμερον. Ελλείψει όμως άλλης προνοίας, χριστιανικής και ηθικής, διά να είνε τουλάχιστον συνεπείς προς εαυτούς και λογικοί, οφείλουν να ψηφίσωσι τον πολιτικόν γάμον.

Από τον καιρόν οπού είχεν ανάγκην από τας συστάσεις των κομματαρχών διά να διορίζεται δασκάλα, είς των κομματαρχών τούτων, ο Παναγής ο Ντεληκανάτας, ο ταβερνιάρης, την είχεν εκμεταλλευθή. Άμα ήλλαξε το υπουργείον, και δεν ίσχυε πλέον να την διορίση, της είπεν: «Έλα να ζήσουμε μαζύ, κι αργότερα θα σε στεφανωθώ». Πότε; Μετ’ ολίγους μήνας, μετά έν εξάμηνον, μετά ένα χρόνον.
Έκτοτε παρήλθον χρόνοι και χρόνοι, κι εκείνος ακόμη είχε μαύρα τα μαλλιά, κι αυτή είχεν ασπρίση. Και δεν την εστεφανώθη ποτέ.
Αυτή δεν εγέννησε τέκνον. Εκείνος είχε και άλλας ερωμένας. Κι εγέννα τέκνα με αυτάς.
Η ταλαίπωρος αυτή μανθάνουσα, επιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, υπομένουσα, εγκαρτερούσα, έπαιρνε τα νόθα του αστεφανώτου ανδρός της εις το σπίτι, τα εθέρμαινεν εις την αγκαλιάν της, ανέπτυσσε μητρικήν στοργήν, τα επονούσε. Και τα ανέσταινε, κι επάσχιζε να τα μεγαλώση. Και όταν εγίνοντο δύο ή τριών ετών, και τα είχε πονέσει πλέον ως τέκνα της, τότε ήρχετο ο Χάρος, συνοδευόμενος από την οστρακιάν, την ευλογιάν, και άλλας δυσμόρφους συντρόφους... και της τα έπαιρνεν από την αγκαλιάν της.
Τρία ή τέσσερα παιδία τής είχαν αποθάνει ούτω εντός επτά ή οκτώ ετών.
Κι αυτή επικραίνετο. Εγήρασκε και άσπριζε. Κι έκλαιε τα νόθα του ανδρός της, ως να ήσαν γνήσια ιδικά της. Κι εκείνα τα πτωχά, τα μακάρια, περιίπταντο εις τα άνθη του παραδείσου, εν συντροφία με τ’ αγγελούδια τα εγχώρια εκεί.
Εκείνος ουδέ λόγον της έκαμνε πλέον περί στεφανώματος. Κι αυτή δεν έλεγε πλέον τίποτε. Υπέφερεν εν σιωπή.
Κι έπλυνε κι εσυγύριζεν όλον τον χρόνον. Την Μεγάλην Πέμπτην έβαπτε τ’ αυγά τα κόκκινα. Και τας καλάς ημέρας δεν είχε τόλμης πρόσωπον να υπάγη κι αυτή εις την εκκλησίαν.
Μόνον το απόγευμα του Πάσχα, εις την ακολουθίαν της Αγάπης, κρυφά και δειλά εισείρπεν εις τον ναόν, διά ν’ ακούση το «Αναστάσεως ημέρα» μαζύ με της δούλαις και της παραμάναις.
Αλλ’ Εκείνος όστις ανέστη «ένεκα της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων», όστις εδέχθη της αμαρτωλής τα μύρα και τα δάκρυα και του ληστού το Μνήσθητί μου, θα δεχθή και αυτής της πτωχής την μετάνοιαν, και θα της δώση χώρον και τόπον χλοερόν, και άνεσιν και αναψυχήν εις τη βασιλείαν Του την αιωνίαν.

(1896)

Ανώνυμος είπε...

Χωρίς καμία προθεση να προκαλέσω το θρησκευτικό σας συναίσθημα,προαιρετικά διαβάστε και αυτό.
Είναι από την ΑΝΟΥΣΙΑ ΠΙΣΤΗ

Χριστιανισμός: θρησκεία ειρήνης ή πολέμου;

Ο Χριστιανισμός, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο ανταγωνιστή του, είναι χωρίς αμφιβολία μια θρησκεία γεμάτη αντιφάσεις. Μία από τις σοβαρότερες και πιο κραυγαλέες είναι το θέμα της βίας. Είναι κοινή πεποίθηση πως ενώ ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης ήταν σκληρός και τιμωρητικός, ο Χριστός με τη διδασκαλία του κήρυξε την αγάπη, τη συγχώρεση των εχθρών και την αποχή από κάθε είδους βία. Πράγματι, τα ευαγγέλια είναι γεμάτα από διδασκαλίες του Ιησού, όπως είναι το «αγαπάτε αλλήλους» (Ιωαν. 13.34), το «γύρνα και το άλλο μάγουλο» (Λουκ. 6.29), το «μην κρίνετε για να μη κριθείτε» (Λουκ. 6.37), το «μάχαιρα έδωκες, μάχαιρα θα λάβεις» (Ματθ. 26.52), και αρκετές ακόμη που επιβεβαιώνουν όσα ανέφερα πριν. Από την άλλη, ο Χριστιανισμός έτσι όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα είναι μια σχεδόν πολεμική θρησκεία, με τους ιεράρχες να μιλούν διαρκώς για «στρατιώτες του Θεού», «σκοτεινές δυνάμεις» και «δίκαιους πολέμους»! Ταυτόχρονα, ο θρησκευτικός όρκος έχει καθιερωθεί και στο στράτευμα, όπου κάθε φαντάρος ορκίζεται στο ευαγγέλιο ότι θα χύσει μέχρι και την τελευταία σταγόνα του αίματός του αν χρειαστεί... Για να μη μιλήσω για το σκοτεινό παρελθόν, όταν η Εκκλησία στεκόταν πάντα στο πλευρό των ισχυρών, ευλογώντας κάθε πόλεμο που τραβούσε η όρεξή τους. Επιπλέον, ανείπωτες βιαιότητες διεξήχθησαν αποκλειστικά για θρησκευτικούς σκοπούς, όπως η ιερά εξέταση, οι διωγμοί εθνικών και «αιρετικών» και οι σταυροφορίες. Τι συμβαίνει επιτέλους;

Ο Χριστιανισμός μέχρι το 313 μ.Χ., που εκδόθηκε το διάταγμα των Μεδιολάνων από τον Κωνσταντίνο ήταν μια θρησκεία με σχετικά μικρή διάδοση, που βρισκόταν συχνά υπό διωγμό. Τα μέλη τις ήταν λίγα και εκλεκτά, οπότε είχαν την πολυτέλεια να υιοθετούν «ακραίες» απόψεις όπως ο φιλειρηνισμός και η κοινοκτημοσύνη των αγαθών (με τα κοινά τραπέζια, τις αγάπες). Όταν ο Κωνσταντίνος καθιέρωσε ανεξιθρησκία, παραχωρώντας ταυτόχρονα πολλά προνόμια στο Χριστιανισμό, δεν τα έκανε χωρίς αντάλλαγμα. Ζητούσε στήριξη για τους πολέμους του, έχοντας διαβλέψει ότι η νεόκοπη αυτή πίστη έχει προοπτικές ανάπτυξης και με την εφεύρεση μερικών «θαυμάτων» μπορούσε να τραβήξει πολύ κόσμο με το μέρος του. Φυσικά, οι ιεράρχες της εποχής, γλυκαμένοι από τις τόσες ανέσεις που τους παραχώρησε ο αυτοκράτορας, δεν δίστασαν να παραποιήσουν ένα από τα βασικότερα δόγματα της θρησκείας τους και να μετατραπούν από κήρυκες της ειρήνης σε φερέφωνα του ιμπεριαλισμού.


Εκτός από τον ίδιο τον Ιησού, ο «ισαπόστολος» Παύλος είχε παρόμοιες φιλειρηνικές τοποθετήσεις, φτάνοντας βέβαια στο σημείο να υποστηρίζει τη δουλεία, αποτρέποντας τους πιστούς από κάθε επανάσταση. Όλοι οι επιφανείς θεολόγοι της περιόδου πριν το 313 καταδίκασαν απερίφραστα κάθε συμμετοχή σε βίαιες πράξεις, ανάμεσά τους ο Ωριγένης, ο Αθηναγόρας, ο Τερτυλλιανός, ο Ιουστίνος, ο Ιππόλυτος και ο Μαξιμιλιανός. Ειδικότερα, ο Ωριγένης είπε: «ήρθαμε, ακολουθώντας τις παραινέσεις του Ιησού, για να σπάσουμε τα σπαθιά και να κάνουμε τα ακόντια άροτρα... Δεν απειλούμε πια κανένα λαό και δεν μαθαίνουμε να πολεμάμε». Ο Αθηναγόρας διαβεβαιώνει ότι οι χριστιανοί: «δεν μισούν τους εχθρούς τους, αλλά τους αγαπούν και προσεύχονται γι' αυτούς... δεν ανταποδίδουν τα χτυπήματα ούτε αντιδικούν». Επίσης, τοποθετείται ακόμα και εναντίον της απλής παρακολούθησης δημοσίων εκτελέσεων: «δεν υπάρχει και τόσο μεγάλη διαφορά στο να παρακολουθεί κανείς μια εκτέλεση ή να την εκτελεί ο ίδιος, γι αυτό τέτοια θεάματα είναι απαγορευμένα». Ο Τερτυλλιανός αποκηρύσσει εντελώς το στρατιωτικό επάγγελμα: «πώς μπορεί να κάνει κανείς πόλεμο ή να είναι στρατιώτης εν ειρήνη, χωρίς να φέρει το σπαθί που ο Κύριος καταδίκασε;... αφόπλισε τον Πέτρο και με αυτό τον τρόπο αφαίρεσε το όπλο από κάθε στρατιώτη». Ο Ιουστίνος προχωράει ακόμα περισσότερο: «ένας αυτοκράτορας δεν μπορεί να είναι χριστιανός, ενώ ένας χριστιανός δεν μπορεί να είναι ποτέ αυτοκράτορας». Ο άγιος Ιππόλυτος στο έργο του αποστολική παράδοση είναι παραπάνω από σαφής: «Ένας στρατιώτης, που εκτίει τη στρατιωτική του θητεία σε ένα διοικητή, δεν πρέπει να εκτελεί θανατικές καταδίκες... όποιος θέλει να βαπτιστεί χριστιανός και χρησιμοποιεί το σπαθί ή φοράει την πορφύρα πρέπει να παραιτείται ή να τον καθαιρούν από το αξίωμά του». Τέλος, ο Μαξιμιλιανός αρνείται να κάνει τη στρατιωτική του θητεία: «Δεν θα υπηρετήσω τον κόσμο αλλά το Θεό μου ως στρατιώτης». Εκτελείται από τον ανθύπατο της μονάδας του και πιθανότατα αγιοποιείται. Για κακή του τύχη, τα χρόνια μετά από το διάταγμα των Μεδιολάνων οι αντιρρησίες συνείδησης διαγράφονται από τα εορτολόγια και τη θέση τους παίρνουν στρατιωτικοί άγιοι, όπως ο Δημήτριος και ο Γεώργιος.


Η σύνοδος της Αρελάτης, που ακολουθεί λίγα χρόνια αργότερα, αφορίζει όλους τους χριστιανούς που είχαν λιποτακτήσει, κάνοντας κυριολεκτικά στροφή 180 μοιρών... Ο Λακτάντιος, Πατέρας και ιστοριογράφος, είναι κλασικό παράδειγμα της μεταστροφής στην πολιτική της Εκκλησίας. Πριν το 313μ.Χ., για την ακρίβεια το... 312 γράφει: «η θρησκεία πρέπει να προστατευτεί με αυτοθυσία και όχι με δολοφονίες, με υπομονή και όχι με φρικαλεότητες... Εάν θέλετε να υπερασπιστείτε τη θρησκεία χύνοντας αίμα και βασανίζοντας, τότε δεν την προστατεύετε, αλλά την στιγματίζετε και την ατιμάζετε». Μετά την εύνοια που του παραχώρησε ο Κωνσταντίνος όμως, διορίζοντάς τον αυτοκρατορικό ιστοριογράφο μαζί με το διαβόητο Ευσέβιο, άλλαξε τροπάριο. Στις πραγματείες του divinae institutiones, που εκδίδονται το 314, υμνεί τον αυτοκράτορα και εγκωμιάζει τον πόλεμο για την πατρίδα, χαρακτηρίζοντάς τον «μια ιδιαίτερα επιτυχημένη υπηρεσία», ενώ βλέπει το Χριστιανισμό ως «αιματηρό αγώνα ανάμεσα στο καλό και το κακό». Άλλοι μεταγενέστεροι Πατέρες της Εκκλησίας ακολουθούν πανομοιότυπη πορεία. Ο Αμβρόσιος διδάσκει πως «η γενναιότητα στον πόλεμο αποτελεί δείγμα εντιμότητας και ανθρωπισμού, καθώς ο πολεμιστής προτιμά να πεθάνει παρά να υποδουλωθεί... προστατεύοντας την πατρίδα από τους βάρβαρους». Ο Αυγουστίνος επιβεβαιώνει πως «ο στρατιώτης είναι άνθρωπος θεάρεστος», ενώ ακόμα και ο φιλειρηνικός Ιωάννης ο Χρυσόστομος εξυμνεί την «αξιοθαύμαστη πράξη της αυτοθυσίας».


Για τη σύγχρονη εποχή δεν έχω να πω πολλά, καθώς τα... μαργαριτάρια των ιεραρχών, οι οποίοι συχνά συνδέονται με ακροδεξιές μιλιταριστικές παραφυάδες, είναι πασίγνωστα. Ενδεικτικά παραθέτω κάποιες αλυτρωτικές κορώνες του τέως Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου: «Από την πλευρά της Ανατολής εκπηγάζει μια απειλή που δεν έχουμε όσο πρέπει συνειδητοποιήσει... Από το Βορρά ο πανσλαβισμός δεν έχει παραιτηθεί από τα σχέδιά του εναντίον μας. Τέλος από Δυτικά μας απειλεί ο δυτισμός, δηλαδή ο δυτικός τρόπος ζωής που είναι ένα συνονθύλευμα υλισμού και καταναλωτισμού.» Επίσης: «Αντίσταση σε κάθε κακό, αντίσταση σε καθετί που δεν είναι χριστιανικό, που δεν είναι ορθόδοξο, που δεν είναι ελληνικό. Το Κράτος, η Εκκλησία και όλοι οι φορείς, πρέπει, επιτέλους να αναλάβουμε τις ευθύνες μας». Για το τέλος: «Επειδή δεν είμαστε Γερμανοί ούτε Γάλλοι ούτε πολύ περισσότερο Άγγλοι, αλλά ανδροπρεπείς Έλληνες, είμαστε ορθόδοξοι Χριστιανοί»... Ουδέν σχόλιον!!


Ποιο είναι λοιπόν το συμπέρασμα; Ότι ο Χριστιανισμός από θρησκεία της αγάπης έχει μεταμορφωθεί σε φανατικό και αιμοδιψή κήρυκα του πολέμου, εναντίον οποιουδήποτε «σκοτεινού και διαβολικού εχθρού». Έχει στηρίζει ηθικά και υλικά χιλιάδες βιαιοπραγίες από την ίδρυσή του, ξεπερνώντας χωρίς αμφιβολία το μισητό Ισλάμ, το οποίο (κακώς) θεωρούμε ως την κατεξοχήν πολεμική θρησκεία. Όποιος υποστηρίζει το αντίθετο, καλά θα κάνει να σκεφτεί λίγο παραπάνω... Αν το μελετήσει καλά ίσως αρχίσει να αναθεωρεί...

Ανώνυμος είπε...

Λύχνος εις τους πόδας μου είναι ο λόγος Σου, και φώς εις τας τρίβους μου

Ανώνυμος είπε...

Το κοινωνικό όραμα του χριστιανισμού



Η εποχή της εμφάνισης και πρώτης διάδοσης του χριστιανισμού, ήτοι η ύστερη αρχαιότητα, χαρακτηρίζεται από τις έντονες θρησκευτικές αναζητήσεις των ανθρώπων και τη δίψα τους για λύτρωση. Έτσι, ανθούν οι μυστηριακές λατρείες (ελευσίνια μυστήρια, μυστήρια της Κυβέλης, της Ίσιδος και του Μίθρα). Αλλά ο χριστιανισμός επικρατεί εύκολα και οι μυστηριακές λατρείες εξασθενούν ραγδαία και αφανίζονται αθόρυβα, χωρίς να δώσουν καμιά σπουδαία μάχη για να διατηρήσουν κοντά τους τις ψυχές των ανθρώπων.

Τούτο ερμηνεύεται ως εξής: προσφέροντας μια ατομική σωτηρία, μια υπόσχεση εξασφάλισης μεταθανάτιας ευδαιμονίας, οι λατρείες αυτές δεν είχαν καμιά τύχη εμπρός σ’ έναν χριστιανισμό δυναμικά ανερχόμενο ως μια πίστη ανακαινιστική του κόσμου. Πράγματι, ο χριστιανισμός αυτοπροβαλλόταν ως μια οδός ολικής αναμόρφωσης της ανθρώπινης πραγματικότητας, δια του Αγίου Πνεύματος, με προοπτική τα έσχατα. Γι’ αυτό, υιοθέτησε, εξαρχής, για τον αυτοπροσδιορισμό του, έναν όρο εντελώς ξένο προς την παλαιοδιαθηκική παράδοση, δανεισμένο από την πολιτική ζωή της ελληνικής πόλεως, τον όρο Εκκλησία (=συνέλευση του δήμου). Δηλαδή, ο χριστιανισμός φιλοδοξούσε να εγκαθιδρύσει ένα καινούριο πολίτευμα, όχι με τη συνήθη έννοια, όπως αυτή χρησιμοποιείται στο δίκαιο και την πολιτική σκέψη, αλλά με τη σημασία μιας συνολικής αναδόμησης της ζωής, την οποία εγκαινιάζει η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης από το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος και η κλήση του ανθρώπου στη θέωση.

Ο εκκλησιαστικός τρόπος υπάρξεως αγκαλιάζει όλες τις πτυχές του ανθρώπινου βίου, επομένως και το πεδίο των κοινωνικών σχέσεων. Μια πίστη που πρεσβεύει την αγάπη και μάλιστα, σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού και των Αποστόλων, την τοποθετεί στο κέντρο του ευαγγελικού κηρύγματος και την αναβιβάζει σε διακριτικό γνώρισμα των χριστιανών και μοναδικό μέτρο στη μέλλουσα Κρίση, δεν μπορεί παρά να προωθεί την ισότητα, την αλληλεγγύη και την κοινοκτημοσύνη. Όντως, η πρώτη Εκκλησία, όπως περιγράφεται στις Πράξεις, πραγματώνει την απόλυτη παραίτηση από κάθε εγωιστικό συμφέρον, την αυθεντική αλληλοπεριχώρηση των προσώπων, όπου έχει πάψει να υφίσταται οιοσδήποτε ανταγωνισμός. Η πράξη των Αγίων και η διδασκαλία των Πατέρων,στους αιώνες που ακολούθησαν, διέσωσαν τη σωστική επαγγελία του χριστιανισμού και σ’ αυτόν τον τομέα. Όμως, η Εκκλησία, ιδίως από τη στιγμή που καταλάγιασαν οι εναντίον της διωγμοί και θεσμοποιήθηκε προσδεόμενη στο άρμα του κράτους, εγκατέλειψε τις αρχικές της επιδιώξεις και υποτάχθηκε στην καθεστηκυία τάξη, συμπράττοντας με τους ισχυρούς, ευλογώντας τους δυνάστες και ανεχόμενη την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Η εξέλιξη αυτή υπαγορεύθηκε από την προϊούσα εκκοσμίκευση της Εκκλησίας και την απώλεια του εσχατολογικού βιώματος.

Κατά το Μεσαίωνα, συντηρούνται ακόμη κάποιες προσπάθειες παρέμβασης της Εκκλησίας στην κοινωνική ζωή (δίκαιος μισθός, απαγόρευση του τόκου κ. ά.). Με την άνοδο της αστικής τάξης και την εξάπλωση του καπιταλισμού, και οι τελευταίες χριστιανικές αντιστάσεις στην αποικοδόμηση των ανθρώπινων σχέσεων υποχωρούν. Η Εκκλησία απέχει από τη διαμόρφωση του κοινωνικού γίγνεσθαι, τίθεται στο περιθώριο και μεταβάλλεται σε ίδρυμα θεραπείας των «πνευματικών αναγκών» των ανθρώπων. Στις μέρες μας, τούτες οι «πνευματικές ανάγκες» μεταφράζονται σε στείρα ηθικολογία, τυπικές τελετουργίες και άστοχο ασκητικό μυστικισμό. Σε μια ιστορική περίοδο, όπου, στη Δύση, κυριαρχούν η αποξένωση, ο ατομικισμός και η ακραία πολυδιάσπαση του κοινωνικού ιστού, έγιναν του συρμού οι «μεταφυσικές» αναδιφήσεις και οι «πνευματικές» εμπειρίες. Εξ ου και η εισαγωγή στην Ευρώπη και την Αμερική των ανατολικών θρησκειών και των παραφυάδων τους. Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα και η Ορθοδοξία αυτοπαρουσιάζεται σαν το ασφαλέστερο μονοπάτι για την ατομική πάντοτε επίτευξη της λύτρωσης, της ψυχικής γαλήνης κι ευδαιμονίας.

Η πλήρης λησμοσύνη του κοινωνικού οράματος του χριστιανισμού αντικατοπτρίζεται κατ’ αρχήν στον τρόπο ζωής των ανθρώπων στις σύγχρονες κοινωνίες, ιδίως στις μεγαλουπόλεις. Απομονωμένοι στα διαμερίσματά τους, αφοσιωμένοι στο κυνήγι κάλυψης των ατομικών βιοτικών αναγκών τους και αγνοώντας ακόμη και το όνομα του διπλανού τους, πολύ απέχουν από το να συνιστούν μέλη ενός κοινού σώματος. Οι ενορίες, κατ’ ουσίαν, δεν υφίστανται, διότι οι κοινοτικοί δεσμοί που κανονικά τις συνθέτουν είναι ανύπαρκτοι. Άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι, ανταγωνιστές, κατά κανόνα, στον καθ’ ημέρα βίο τους, συναντώνται στην κυριακάτικη λειτουργία, για να λάβουν ο καθένας για τον εαυτό του, τον «ψυχωφελή πνευματικό εφοδιασμό» τους και να επιστρέψουν στην αυτάρκεια του μικροαστικού βολέματος. Ο Χριστός θυσιάζεται στην Αγία Τράπεζα, αλλά οι πιστοί του δεν διακατέχονται από κανένα πνεύμα αυτοθυσίας και αυτοπαραίτησης. Ειδάλλως, η κοινωνία δεν θα ήταν διχασμένη σε αμέτρητα αντικρουόμενα μικροσυμφέροντα, αλλά, κατά το πρότυπο της Τριάδος και στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού, θα συγκροτούνταν ως ενότητα.

Ο θεσμός της ιδιοκτησίας και η οικονομία της αγοράς είναι ριζικώς αντίθετα προς τον καινούριο κόσμο της Βασιλείας του Θεού, που ανέτειλε με την ενσάρκωση του Λόγου. Διότι εμπεριέχουν εξ ορισμού την αντίθεση και τη σύγκρουση και υπονομεύουν την ομόνοια και τη συναλληλία. Μια ζωντανή Εκκλησία δεν θα συμβιβαζόταν με τις κοσμικές δομές, αλλά θα μαχόταν για την κατάργησή τους, πρωτίστως, βέβαια, διαμέσου της αλλοίωσης των ψυχών και της πυρπόλησής τους με ανιδιοτελή και ανυστερόβουλη αγάπη για τον πλησίον.

Ενώ η ανθρωπότητα στενάζει υπό το βάρος των κραυγαλέων ανισοτήτων, της αλλοτρίωσης και της βαρβαρότητας των πλουσίων και των δυνατών, η "διοικούσα Εκκλησία",όταν δεν παραμένει απλός θεατής της αδικίας, συμμαχεί μετην κοσμικήεξουσία καιτην στηρίζει.Ο ανώτερος κλήρος χαριεντίζεται και συντρώγει με τα αφεντικά, δίδοντας άφεση αμαρτιών στις μισανθρωπίες τους. Αρέσκεται στην πολυτέλεια και την επίδειξη, μαστίζεται από το πάθος της φιλοδοξίας και της επιβολής. Ασπάζεται κι ενισχύει τις αδελφοκτόνες εθνικιστικές ιδεολογίες, τις τόσο ασύμβατες προς την οικουμενική συμφιλίωση, την οποίαν απεργάζεται το ευαγγελικό μήνυμα. Ως επί το πλείστον, αδιαφορεί για τις συμφορές των μεταναστών και το δράμα των ανέργων. Εθελοτυφλεί ενώπιον της άνευ προηγουμένου περιβαλλοντικής καταστροφής, που προκύπτει από την καπιταλιστική απληστία και την κατασπατάληση των πόρων του πλανήτη και αποτελεί ξεκάθαρη ύβρη προς το Δημιουργό.

Συμπέρασμα: η αρχική υπόσχεση του χριστιανισμού για ολοσχερή μεταμόρφωση της ανθρώπινης κατάστασης ξεχάστηκε, όσον αφορά στο κοινωνικό όραμα, βυθιζόμενη στο πέλαγος των εκπτώσεων που επέβαλαν η εκκοσμίκευση και η εγκατάλειψη της εσχατολογικής ελπίδας ως ζωντανού βιώματος. Όμως, η αποτυχία του κοινωνικού οράματος μαρτυρεί, πάνω απ’ όλα, τον διαμέσου των αιώνων μαρασμό της επίδρασης του εκκλησιαστικού κηρύγματος στους ανθρώπους και την εκδίωξη του Χριστού από τις ζωές τους. Εντούτοις, ο εκκλησιαστικός τρόπος υπάρξεως εξακολουθεί να είναι, και σήμερα, η μοναδική γνήσια ατραπός εξόδου από τον κλοιό της διαίρεσης και της φθοράς. Διότι η κοινωνική αναμόρφωση που απεργάζεται ο χριστιανισμός αρθρώνεται στο στέρεο έδαφος της αποκεκαλυμμένης αλήθειας, σε αντίθεση με τις ουτοπίες της πολιτικής φιλοσοφίας, και θεμελιώνεται στην ελευθερία των προσώπων κι όχι στην αντικειμενική αναγκαιότητα (βλέπε μαρξισμός).


Γιώργος Κρανιδιώτης