Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009
Κερδοσκοπούν ποντάροντας στη… χρεοκοπία της χώρας
Τελικά, πτωχεύουμε ή όχι;
Κινδυνεύουμε με χρεοκοπία;
Κι αν ναι, τι πρέπει να κάνουμε;
Απ’ αυτά τα ερωτήματα ξεκινά όλη η φιλολογία των ημερών, που έχει σαν σκοπό να δημιουργήσει ένα κλίμα τρόμου, που θολώνει τις συνειδήσεις και παραλύει κάθε διάθεση κίνησης.
Καταρχάς, ας τελειώνουμε με το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Δεν «πτωχεύ-ουμε» ούτε «κινδυνεύουμε» όλοι. Υπάρχει μια τάξη, η τάξη των καπιταλιστών, που δεν αντιμετωπίζει κανέναν τέτοιο κίνδυνο, μολονότι σ’ αυτήν οφείλεται η κρίση, θύμα της οποίας είναι και η ελληνική οικονομία. Όπως συμβαίνει πάντοτε, αυτή η τάξη, για λογαριασμό της οποίας ενεργεί το πολιτικό προσωπικό που διαχειρίζεται το κράτος, αντιστρέφει την πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας γι’ αυτό το σκοπό μια καλοκουρδισμένη προπαγανδιστική μηχανή, που ξεκινά από τον πρωθυπουργό και φτάνει μέχρι τον τελευταίο τσόγλανο του αστικού Τύπου.
Αυτή η προπαγάνδα μετατρέπει τα θύματα σε θύτες.
Τι φταίει για το δημοσιονομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει το ελληνικό κράτος;
Φταίει το ότι «καταναλώνουμε περισσότερα απ’ όσα έχουμε», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Μητσοτάκης, που ξανάσκασε μύτη για να ενισχύσει από τα δεξιά την «εθνική προσπάθεια». Φταίνε οι μισθοί που είναι πάνω από 2.000 ευρώ, φταίει που οι εργαζόμενοι βγαίνουν στη σύνταξη στα 65,
φταίνε οι υψηλές συντάξεις των… 600 ευρώ,
φταίει που η μερική απασχόληση δεν έπιασε ακόμη το 30% του εργατικού δυναμικού,
φταίει που τα φάρμακα δεν τα πληρώνουν εξ ολοκλήρου από την τσέπη τους οι ασφαλισμένοι κ.λπ. κ.λπ.
Σε τέτοιες κατευθύνσεις στριφογυρίζει η τρομο-φιλολογία των ημερών. Για το ότι ο συντελεστής φορολόγησης των καπιταλιστικών κερδών έπεσε από το 45% στο 25% και μάλιστα σε μια περίοδο που ο ελληνικός καπιταλισμός γνώρισε τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης δεν λέγεται τίποτα. Πού πήγαν όλα τα κέρδη που συσσωρεύτηκαν αυτό το διάστημα; Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν μετατράπηκαν σε παραγωγικές επενδύσεις.
Τοποθετήθηκαν στα διάφορα «φαντς», εγχώρια και του εξωτερικού, και αναζήτησαν το μέγιστο κέρδος σε κερδοσκοπικές-παρασιτικές δραστηριότητες. Το πιο λογικό θα ήταν, ένα κράτος που αντιμετωπίζει προβλήματα να αναζητήσει πρόσθετα έσοδα εκεί όπου υπάρχει «ευχέρεια». Να επιβάλει τουλάχιστον μια έκτακτη φορολογία στα υπερκέρδη των προηγούμενων ετών, παίρνοντας πίσω ένα μέρος από τις πραγματικά προκλητικές φοροαπαλλαγές που τους έδωσε.
Όταν «κινδυνεύει η εθνική μας ανεξαρτησία», όπως δηλώνει ο πρωθυπουργός, είναι σαν να έχουμε απειλή πολέμου. Τότε, το κράτος οφείλει να επιτάξει κάθε διαθέσιμο πόρο. Αντί να εποφθαλμιά το μεροκάματο του εργάτη (που δεν είναι και σίγουρος ότι θα το έχει αύριο) και τη συνταξούλα του ΙΚΑ, να κοιτάξει τα κέρδη των επιχειρήσεων και τις αμύθητες προσωπικές περιουσίες των καπιταλιστών.
Κάθε τέτοια σκέψη, όμως, θεωρείται ιεροσυλία. Δεν είναι δυνατόν να επιβαρύνουμε τις επιχειρήσεις, διότι θα σταματήσουν να κάνουν επενδύσεις, φωνάζει εν χορώ ο εσμός των προπαγανδιστών που δημοσιολογούν. Θα πάρουν τις επιχειρήσεις τους και θα πάνε στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, όπου τα μεροκάματα είναι 10 ευρώ και η φορολογία 10%, κραυγάζουν σαν υστερικές «Κατίνες» κάποιοι που παριστάνουν τους μεγάλους οικονομολόγους. Αρα, αυτοί εκβιάζουν την «κοινή μας πατρίδα». Και γιατί η «κοινή μας πατρίδα», που εκπροσωπείται από το κράτος, να μην τους βάλει χέρι; Αυτά είναι κομμουνιστικές ανοησίες που τις αποδοκιμάζει η πλειοψηφία των ψηφοφόρων, λένε ξινίζοντας κακιασμένα τα μούτρα τους οι διάφοροι Πρετεντεράκοι.
Φεύγουμε, επομένως, από το επίπεδο του «κοινού μας σκάφους, του έθνους», φεύγουμε από την προπαγάνδα του τύπου «καταναλώνουμε περισσότερα απ’ όσα έχουμε» και πάμε στον πυρήνα της υπόθεσης: έχουμε και παραέχουμε, αλλά αυτοί που τα έχουν δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν. Απαιτούν να πληρώσουν εκείνοι που δεν έχουν, μολονότι δεν φταίνε για τη δημιουργία του προβλήματος. Έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε μ’ έναν ωμό εκβιασμό. Η υπερσυσσώρευση κερδών κατά την περίοδο των «παχέων αγελάδων» οδήγησε στην καπιταλιστική κρίση, όμως τα κέρδη πρέπει να μείνουν αλώβητα και στην περίοδο των «ισχνών αγελάδων», γιατί η έννοια του εθνικού συμφέροντος ταυτίζεται με το αλώβητο των κερδών και μόνο μ’ αυτό. Το αν οι εργαζόμενοι θα αποδεχτούν ή όχι αυτόν τον εκβιασμό είναι μια άλλη υπόθεση, να ξέρουμε όμως γιατί μιλάμε και όχι να κοροϊδευόμαστε. Αν το ελληνικό κράτος ήταν εθνικό-υπερταξικό και όχι όργανο μιας μειοψηφίας, της τάξης των καπιταλιστών, μπορούσε με μερικές απλές κινήσεις να λύσει τα όποια δημοσιονομικά του προβλήματα.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο αρχικό ερώτημα, το οποίο θα μας οδηγήσει από το εθνικό στο διεθνές πεδίο. Κινδυνεύει με χρεοκοπία το ελληνικό κράτος; Στις καθημερινές συναλλαγές, όταν ένας απλός άνθρωπος χρωστάει σ’ έναν άλλο λεφτά και δυσκολεύεται να του τα επιστρέψει, ο δεύτερος προσπαθεί να του κάνει κάποιες διευκολύνσεις, ώστε και ο πρώτος να μην εξοντωθεί κι αυτός να μη χάσει τα λεφτά του, διότι «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Στην… υψηλή διεθνή οικονομική πολιτική, όμως, τι βλέπουμε; Βλέπουμε τους διεθνείς ραντιέρηδες, την… ευγενή τάξη των κατόχων του χρηματιστικού κεφάλαιου, να μη σταματούν να δανείζουν το ελληνικό κράτος. Απλά, αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού! Είναι δυνατόν να δανείζει κάποιος συνεχώς λεφτά σε κάποιον υπερχρεωμένο που κινδυνεύει με χρεοκοπία; Επειδή το είδος του… μαλάκα δεν ενδημεί σ’ αυτούς τους κύκλους, οδηγούμαστε αναγκαστικά στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό κράτος δεν κινδυνεύει με χρεοκοπία. Γι’ αυτό και εξακολουθούν να το δανείζουν με ευκολία, αλλά με ψηλότερα επιτόκια.
Ταυτόχρονα, τα πολιτικά επιτελεία που διαθέτει το χρηματιστικό κεφάλαιο υπαγορεύουν όρους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση στην περίπτωσή μας, καθόσον το ελληνικό κράτος ανήκει στον σκληρό πυρήνα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Όρους που δεν οδηγούν σε πρώτο επίπεδο στην εξασφάλιση των δυνατοτήτων αποπληρωμής του χρέους, αλλά στην εξασφάλιση όρων που οδηγούν σε αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης. Όπως βλέπουμε, αυτά τα δύο είναι αλληλένδετα. Όσο αυξάνεται ο βαθμός εκμετάλλευσης των εργαζόμενων (στη γενική του μορφή, που περιλαμβάνει και το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που διανέμεται μέσω των κοινωνικών δαπανών του κράτους) τόσο αυξάνεται η δυνατότητα του κράτους να μειώνει τα ελλείμματά του και να αποπληρώνει το χρέος. Οι λύσεις, δηλαδή, αναζητούνται μονοσήμαντα στην κατεύθυνση των εργαζόμενων, που βγαίνουν διπλά χαμένοι. Και ως μισθωτοί εργαζόμενοι και ως πολίτες ενός αστικού κράτους.
Τι θα γινόταν αν οι εργαζόμενοι δεν δέχονταν να υποστούν αυτή τη νέα διπλή επίθεση; ‘Η το κράτος θα την επέβαλε διά πυρός και σιδήρου, όπως υπαινίσσεται ότι θα κάνει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αν η «εθνική συναίνεση» δεν ευοδωθεί, ή θα παραδεχόταν την ήττα του και αναγκαστικά η τάξη των καπιταλιστών θα διέθετε κάποια από τα κέρδη της για να μπαλωθούν οι δημοσιονομικές τρύπες. Αλλιώς, θα διακινδύνευε το ίδιο το σύστημά της, δηλαδή την ίδια τη δυνατότητά της να ξεζουμίζει το λαό και τη χώρα.
Πέτρος Γιώτης - “ΚΟΝΤΡΑ”
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου