Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

καὶ ἔτεκεν υἱὸν τὸν Ἐμμανουήλ, Θεόν τε καὶ ἄνθρωπον…


1.Βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού, υιού Δαυίδ, υιού Αβραάμ.
2.Αβαάμ εγέννησε τον Ισαάκ, Ισαάκ δε εγέννησε τον Ιακώβ, Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιούδαν και τους αδελφούς αυτού,
3.Ιούδας δε εγέννησε τον Φαρές και τον Ζαρά εκ της Θάμαρ, Φαρές δε εγέννησε τον Εσρώμ, Εσρώμ δε εγέννησε τον Αράμ,
4.Αράμ δε εγέννησε τον Αμιναδάβ, Αμιναδάβ δε εγέννησε τον Νασσών, Νασσών δε εγέννησε τον Σαλμών,

5.Σαλμών δε εγέννησε τον Βοόζ εκ της Ραχάβ, Βοόζ δε εγέννησε τον Ωβήδ εκ της Ρούθ, Ωβήδ δε εγέννησε τον Ιεσσαί,
6.Ιεσσαί δε εγέννησε τον Δαυίδ τον βασιλέα. Δαυίδ δε ο βασιλεύς εγέννησε τον Σολομώντα εκ της του Ουρίου,
7.Σολομών δε εγέννησε τον Ροβοάμ, Ροβοάμ δε εγέννησε τον Αβιά, Αβιά δε εγέννησε τον Ασά,
8.Ασά δε εγέννησε τον Ιωσαφάτ, Ιωσαφάτ δε εγέννησε τον Ιωράμ, Ιωράμ δε εγέννησε τον Οζίαν,
9.Οζίας δε εγέννησε τον Ιωάθαμ, Ιωάθαμ δε εγέννησε τον Άχαζ, Άχαζ δε εγέννησε τον Εζεκίαν,
10.Εζεκίας δε εγέννησε τον Μανασσή, Μανασσής δε εγέννησε τον Αμών, Αμών δε εγέννησε τον Ιωσίαν,
11.Ιωσίας δε εγέννησε τον Ιεχονίαν και τους αδελφούς αυτού επί της μετοικεσίας Βαβυλώνος.
12.Μετά δε την μετοικεσίαν Βαβυλώνος Ιεχονίας εγέννησε τον Σαλαθιήλ, Σαλαθιήλ δε εγέννησε τον Ζοροβάβελ,
13.Ζοροβάβελ δε εγέννησε τον Αβιούδ, Αβιούδ δε εγέννησε τον Ελιακείμ, Ελιακείμ δε εγέννησε τον Αζώρ,
14.Αζώρ δε εγέννησε τον Σαδώκ, Σαδώκ δε εγέννησε τον Αχείμ, Αχείμ δε εγέννησε τον Ελιούδ,
15.Ελιούδ δε εγέννησε τον Ελεάζαρ, Ελεάζαρ δε εγέννησε τον Ματθάν, Ματθάν δε εγέννησε τον Ιακώβ,
16.Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιωσήφ τον άνδρα Μαρίας, εξ ης εγεννήθη Ιησούς ο λεγόμενος Χριστός.
17.Πάσαι ουν αι γενεαί από Αβραάμ έως Δαυίδ γενεαί δεκατέσσαρες, και από Δαυίδ έως της μετοικεσίας Βαβυλώνος γενεαί δεκατέσσαρες, και από της μετοικεσίας Βαβυλώνος έως του Χριστού γενεαί δεκατέσσαρες.
18.Του δε Ιησού Χριστού η γέννησις ούτως ην. μνηστευθείσης γαρ μητρός αυτού Μαρίας τω Ιωσήφ, πριν ή συνελθείν αυτούς ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ Πνεύματος Αγίου.
19.Ιωσήφ δε ο ανήρ αυτής , δίκαιος ων και μη θέλων αυτήν παραδειγματίσαι, εβουλήθη λάθρα απολύσαι αυτήν.
20.Ταύτα δε αυτού ενθυμηθέντος ιδού άγγελος Κυρίου κατ’ όναρ εφάνη αυτώ λέγων. Ιωσήφ υιός Δαυίδ , μη φοβηθής παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκα σου. το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος εστίν Αγίου.
21.Τέξεται δε υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν. Αυτός γαρ σώσει τον λαό αυτού από των αμαρτιών αυτών.
22.Τούτο δε όλο γέγονεν ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυρίου δια του προφήτου λέγοντος.
23.Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν, και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ο έστι μεθερμηνευόμενον μεθ΄ημών ο Θεός.
24.Διεγερθής δε ο Ιωσήφ από του ύπνου εποίησε ως προσέταξεν αυτώ ο άγγελος Κυρίου και παρέλαβε την γυναίκα αυτού,
25.και ουκ εγίνωσκε αυτήν έως ου έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εκάλεσε το όνομα αυτού Ιησούν.

blog:"......;"

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
Τρώτε ακόμα γαλοπούλα; Μήπως κάνατε Χριστούγεννα στο νησί;
Εγκαταλείψατε το blog στο έλεος του Θεού.
Πάντως όσο και αν προσπάθησε ο sirios τα θρησκευτικά δεν είναι το καλύτερό του.
Δώστε στο λαό σας λίγη ΟΝΑΣ να χωνέψουμε τη γαλοπούλα.

Ανώνυμος είπε...

TO ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ
ΔΕΝΔΡΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

Ασυμφωνία στα Ευαγγέλια

Πληροφορίες για τη ζωή του Ιησού -άν και η εποχή του ήταν μία από τις καλύτερα τεκμηριωμένες ιστορικά- δεν έχουμε άλλες, εκτός από εκείνες που περιέχονται στα Ευαγγέλια. Για την καταγωγή του ειδικότερα πληροφορίες περιέχουν μόνο το πρώτο και το τρίτο Ευαγγέλια• κι αυτά όμως δεν συμφωνούν μεταξύ τους, αυτοαναιρούνται, αλληλοαναιρούνται, έχουν πλείστες αντιφάσεις.

Η ιστορικότητα του Ιησού όμως θεωρείται αναμφισβήτητη, οπότε είμαστε υποχρεωμένοι να μελετήσουμε τι ακριβώς είναι καταγραμμένο.

«Κατά Ματθαίον», α΄ 1-17:

«Βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού, υιού του Δαβίδ, υιού του Αβραάμ. Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, Ισαάκ δε εγέννησε τον Ιακώβ, Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιούδαν και τους αδελφούς αυτού, Ιούδας δε εγέννησε τον Φαρές και τον Ζαρά εκ της Θάμαρ, Φαρές δε εγέννησε τον Εσρώμ, Εσρώμ δε εγέννησε τον Αράμ, Αράμ δε εγέννησε τον Αμιναδάβ, Αμιναδάβ δε εγέννησε τον Ναασσών, Ναασσών δε εγέννησε τον Σαλμών, Σαλμών δε εγέννησε τον Βοόζ εκ της Ραχάβ, Βοόζ δε εγέννησε τον Ωβήδ εκ της Ρουθ, Ωβήδ δε εγέννησε τον Ιεσσαί, Ιεσσαί δε εγέννησε τον Δαβίδ τον βασιλέα. Δαβίδ δε ο βασιλεύς εγέννησε τον Σολομώντα εκ της του Ουρίου, Σολομών δε εγέννησε τον Ροβοάμ, Ροβοάμ δε εγέννησε τον Αβιά, Αβιά δε εγέννησε τον Ασά, Ασά δε εγέννησε τον Ιωσαφάτ, Ιωσαφάτ δε εγέννησε τον Ιωράμ, Ιωράμ δε εγέννησε τον Οζίαν, Οζίας δε εγέννησε τον Ιωάθαμ, Ιωάθαμ δε εγέννησε τον Άχαζ, Άχαζ δε εγέννησε τον Εζεκίαν, Εζεκίας δε εγέννησε τον Μανασσή, Μανασσής δε εγέννησε τον Αμών, Αμών δε εγέννησε τον Ιωσίαν, Ιωσίας δε εγέννησε τον Ιεχονίαν και τους αδελφούς αυτού επί της μετοικεσίας Βαβυλώνος. Μετά δε την μετοικεσίαν Βαβυλώνος Ιεχονίας εγέννησε τον Σαλαθιήλ, Σαλαθιήλ δε εγέννησε τον Ζοροβάβελ, Ζοροβάβελ δε εγέννησε τον Αβιούδ, Αβιούδ δε εγέννησε τον Ελιακείμ, Ελιακείμ δε εγέννησε τον Αζώρ, Αζώρ δε εγέννησε τον Σαδώκ, Σαδώκ δε εγέννησε τον Αχείμ, Αχείμ δε εγέννησε τον Ελιούδ, Ελιούδ δε εγέννησε τον Ελεάζαρ, Ελεάζαρ δε εγέννησε τον Ματθάν, Ματθάν δε εγέννησε τον Ιακώβ, Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιωσήφ τον άνδρα Μαρίας, εξ ης εγεννήθη Ιησούς ο λεγόμενος Χριστός. Πάσαι ουν αι γενεαί από Αβραάμ έως Δαβίδ γενεαί δεκατέσσαρες, και από Δαβίδ έως της μετοικεσίας Βαβυλώνος γενεαί δεκατέσσαρες, και από της μετοικεσίας Βαβυλώνος έως του Χριστού γενεαί δεκατέσσαρες».

έχει και συνέχεια...

Ανώνυμος είπε...

«Κατά Λουκάν», δ 23-38:

«Και αυτός ην ο Ιησούς ωσεί ετών τριάκοντα αρχόμενος, ων, ως ενομίζετο, υιός Ιωσήφ, του Ηλί, του Ματθάν, του Λευΐ, του Μελχί, του Ιωαννά, του Ιωσήφ, του Ματταθίου, του Αμώς, του Ναούμ, του Εσλίμ, του Ναγγαί, του Μαάθ, του Ματταθίου, του Σεμεΰΐ, του Ιωσήχ, του Ιωδά, του Ιωαννάν, του Ρησά, του Ζοροβάβελ, του Σαλαθιήλ, του Νηρί, του Μελχί, του Αδδί, του Κωσάμ, του Ελμωδάμ, του Ηρ, του Ιωσή, του Ελιέζερ, του Ιωρείμ, του Ματθάτ, του Λευϊ, του Συμεών, του Ιούδα, του Ιωσήφ, του Ιωνά, του Ελιακίμ, του Μελεά, του Μαϊνάν, του Ματταθά, του Νάθαν, του Δαβίδ, του Ιεσσαί, του Ωβήδ, του Βοόζ, του Σαλμών, του Ναασών, του Αμιναδάβ, του Αράμ, του Ιωράμ, του Εσρώμ, του Φαρές, του Ιούδα, του Ιακώβ, του Ισαάκ, του Αβραάμ, του Θάρα, του Ναχώρ, του Σερούχ, του Ραγαύ, του Φάλεκ, του Έβερ, του Σαλά, του Καϊνάν, του Αρφαξάδ, του Σημ, του Νώε, του Λάμεχ, του Μαθουσάλα, του Ενώχ, του Ιάρεδ, του Μαλελεήλ, του Καϊνάν, του Ενώς, του Σηθ, του Αδάμ, του Θεού».

Παρατηρήσεις επί των αναγραφομένων στις ανωτέρω περικοπές:

- Κανείς εκ των δύο ευαγγελιστών δεν αναφέρει καμμία χρονολογία.

- Εκτός από τη μητέρα του Ιησού Μαρία (Μαριάμ) ελάχιστα ονόματα άλλων γυναικών προγόνων του αναφέρονται. Ο Ματθαίος αναφέρει συνολικά μόνο τέσσερις γυναίκες κι ο Λουκάς καμμία.

- Η μία γενεαλογία φθάνει μέχρι τον Αβραάμ, ενώ η άλλη μέχρι το Θεό.

- Ο Ματθαίος αναφέρει, ότι από της μετοικεσίας Βαβυλώνος έως του Ιησού είναι γενεές 14, αλλά παραθέτει 13.

- Εκτὸς από τον πατέρα του Ιησού Ιωσήφ, και τον παππού του Ματθάν, δεν υπάρχει συμφωνία σε κανένα από τα 40 κατά Ματθαίον και 77 κατά Λουκάν ονόματα των προγόνων του. Υπενθυμίζεται, ότι τα βιβλία αυτά θεωρούνται από τους χριστιανούς θεόπνευστα.

- Δέν υπάρχει κανένα όνομα Ελληνικό, εις πείσμα των ελληνορθοδόξων «θεωρητικών», που τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να προπαγανδίζουν τη δήθεν ελληνική καταγωγή του Ιησού.

- Τα ίδια τα ευαγγέλια μας λένε, ότι «η σύλληψις εν γαστρί» της Μαριάμ, όπως της ανακοίνωσε ο άγγελος Γαβριήλ, έγινε με το Άγιο Πνεύμα («κατά Λουκάν», α΄ 26-41). Εφ΄ όσον ο Ιωσήφ δεν έπαιξε κανένα ρόλο σ΄ αυτήν την εγκυμοσύνη, όλη η παρατιθέμενη γενεαλογία των ανδρών «προγόνων» του Ιησού δεν έχει κανένα νόημα.

Αν εξετάσουμε τη γενεαλογία που παραθέτει ο Λουκάς, η οποία φθάνει μέχρι τον Θεό, από τον Ιησού μέχρι τον Αδάμ είναι 77 γενεές. Πολλαπλασιάζοντας το 77 επί τον μέσο όρο των 30 ετών για κάθε γενιά, βρίσκουμε τον αριθμό 2.210. Ο πρώτος άνθρωπος δηλαδή, σύμφωνα με τον χριστιανισμό, περπάτησε στη γη το 2.210 π.Χ.. Η Παλαιά Διαθήκη βέβαια ισχυρίζεται σχετικά με τη διάρκεια ζωής μερικών από τους «προπάτορές» μας, ότι ορισμένοι εξ αυτών έζησαν μερικές εκατοντάδες χρόνια (π.χ. Νώε, Μαθουσάλας κ.τ.λ.). Αυτό δεν αλλάζει τίποτε. Το πολύ-πολύ να πάει η ημερομηνία αυτή 2-3 χιλιετίες πιο πίσω.

* * *
Όσο καλοπροαίρετος κι αν είναι κάποιος, δεν μπορεί να δεχθεί την ιστορικότητα μιας προσωπικότητας, την οποία αναφέρουν μόνο δύο πηγές –τα ευαγγέλια, που σημειωτέον από κανέναν δεν θεωρούνται ιστορική πηγή- κι οι οποίες, παρ΄ όλο που βρίσκονταν τόσο κοντά σε αυτήν την προσωπικότητα, διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους.

Ανώνυμος είπε...

Ο Γιάννης ο Ευλογημένος


Του
Φώτη Κόντογλου

O Άγιος Βασίλης, σαν περάσανε τα Χριστούγεννα, πήρε το ραβδί του και γύρισε σ᾿ όλα τα χωριά, να δει ποιος θα τόνε γιορτάσει με καθαρή καρδιά. Πέρασε από λογιών-λογιών πολιτείες κι από κεφαλοχώρια, μά σ᾿ όποια πόρτα κι αν χτύπησε δεν τ᾿ ανοίξανε, επειδή τον πήρανε για διακονιάρη. Κ᾿ έφευγε πικραμένος, γιατί ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από τους ανθρώπους, μα ένοιωθε το πόσο θα πονούσε η καρδιά κανενός φτωχού από την απονιά που του δείξανε κείνοι οι άνθρωποι. Μια μέρα έφευγε από ένα τέτοιο άσπλαχνο χωριό, και πέρασε από το νεκροταφείο, κ᾿ είδε τα κιβούρια πως ήτανε ρημαγμένα, οι ταφόπετρες σπασμένες κι αναποδογυρισμένες, και τα νιόσκαφτα μνήματα είτανε σκαλισμένα από τα τσακάλια. Σαν άγιος που είτανε άκουσε πως μιλούσανε οι πεθαμένοι και λέγανε: «Τον καιρό που είμαστε στον απάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι αφήσαμε πίσω μας παιδιά κ᾿ εγγόνια να μας ανάβουνε κανένα κερί, να μας καίγουνε λίγο λιβάνι μα δεν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπά στο κεφάλι μας να μας διαβάσει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρά σαν να μην αφήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι ο άγιος Βασίλης πάλι στενοχωρήθηκε κ᾿ είπε: «Τούτοι οι χωριάτες ούτε σε ζωντανό δε δίνουνε βοήθεια, ούτε σε πεθαμένον», και βγήκε από το νεκροταφείο, και περπατούσε ολομόναχος μέσα στα παγωμένα χιόνια.
Παραμονή της πρωτοχρονιάς έφταξε σε κάτι χωριά που είτανε τα πιο φτωχά ανάμεσα στά φτωχοχώρια, στά μέρη της Ελλάδας. Ο παγωμένος αγέρας βογκούσε ανάμεσα στα χαμόδεντρα και στα βράχια, ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Είδε μπροστά του μια ραχούλα, κι από κάτω της είτανε μια στρούγκα τρυπωμένη. Ο άγιος Βασίλης μπήκε στη στάνη και χτύπησε με το ραβδί του την πόρτα της καλύβας και φώναξε: «Ελεήστε με, τον φτωχό, για την ψυχή των αποθαμένων σας κι ο Χριστός μας διακόνεψε σε τούτον τον κόσμο!». Τα σκυλιά ξυπνήσανε και χυθήκανε απάνω του, μα σαν πήγανε κοντά του και τον μυριστήκανε, πιάσανε και κουνούσανε τις ουρές τους και πλαγιάζανε στα ποδάρια του και γρούζανε παρακαλεστικά και χαρούμενα. Απάνω σ’ αυτά, άνοιξε η πόρτα και βγήκε ένας τσοπάνης, ως εικοσιπέντε χρονών παλληκάρι, με μαύρα στριφτά γένεια, ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, άνθρωπος αθώος κι απελέκητος, προβατάνθρωπος, και πριν να καλοϊδεί ποιός χτύπησε, είπε: «Έλα, έλα μέσα. Καλή μέρα, καλή χρονιά!».
Μέσα στο καλύβι έφεγγε ένα λυχνάρι, κρεμασμένο από πάνω από μία κούνια, που είτανε δεμένη σε δυο παλούκια. Δίπλα στο τζάκι είτανε τα στρωσίδια τους και κοιμότανε η γυναίκα του Γιάννη. αυτός, σαν εμπήκε μέσα ο άγιος Βασίλης, κ’ είδε πως είτανε γέρος σεβάσμιος, πήρε το χέρι του και τα’ ανεσπάσθηκε κ’ είπε: «Νά ‘χω την ευχή σου, γέροντα», και το ‘λεγε σαν να τον γνώριζε κι από πρωτύτερα, σα να ‘τανε πατέρας του. Και κείνος του είπε: « Βλογημένος νά ‘σαι, εσύ κι όλο το σπιτικό σου, και τα πρόβατά σου η ειρήνη του Θεου νά είναι απάνω σας!». Σηκώθηκε κ’ η γυναίκα και πήγε και προσκύνησε και κείνη τον γέροντα και φίλησε το χέρι του και τη βλόγησε. Κι ο άγιος Βασίλης είτανε σαν καλόγερος ζητιάνος, με μια σκούφια παλιά στο κεφάλι του, και τα ράσα του είτανε τριμμένα και μπαλωμένα και τα τσαρούχια του τρύπια, κ’ είχε κ’ ένα παλιοτάγαρο αδειανό. Ο Γιάννης ο Βλογημένος έβαλε ξύλα στο τζάκι. Και παρευθύς, φεγγοβόλησε το καλύβι και φάνηκε σαν παλάτι. Και φανήκανε τα δοκάρια, σα νά ‘τανε μαλαμοκαπνισμένα, κ’ οι πητιές που είτανε κρεμασμένες φανήκανε σαν καντήλια, κ’ οι καρδάρες και τα τυροβόλια και τ’ άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, γινήκανε σαν ασημένια, και σαν πλουμισμένα με διαμαντόπετρες φανήκανε, και τ’ άλλα, τα φτωχά τα πράγματα πού ‘χε μέσα στο καλύβι του ο Γιάννης ο Βλογημένος. Και τα ξύλα που καιγόντανε στο τζάκι τρίζανε και λαλούσανε σαν τα πουλιά που λαλούνε στον παράδεισο, και βγάζανε κάποια ευωδιά πάντερπνη.

Ανώνυμος είπε...

Τον άγιο Βασίλη τον βάλανε κ’ έκατσε κοντά στη φωτιά κ’ η γυναίκα του έθεσε μαξιλάρια να ακουμπήσει. Κι ο γέροντας ξεπέρασε το ταγάρι του από το λαιμό του και το ‘βαλε κοντά του, κ’ έβγαλε και το παλιόρασό του κι απόμεινε με το ζωστικό του.
Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε κι άρμεξε τα πρόβατα μαζί με τον παραγυιό του, κ’ έβαλε μέσα στην κοφινέδα τα νιογέννητα τ’ αρνιά, κι ύστερα χώρισε τις ετοιμόγεννες προβατίνες και τις κράτησε στο μαντρί, κι ο παραγυιός τα ‘βγαλε τ’ άλλα στη βοσκή. Λιγοστά είτανε τα ζωντανά του, φτωχός είτανε ο Γιάννης, μα είτανε Βλογημένος. Κ’ είχε μία χαρά μεγάλη, σε κάθε ώρα, μέρα και νύχτα, γιατί είτανε καλός άνθρωπος κ’ είχε και καλή γυναίκα, κι όποιος λάχαινε να περάσει από την καλύβα τους, σαν να ‘τανε αδελφός τους, τον περιποιόντανε. Για τούτο κι ο άγιος Βασίλης κόνεψε στο σπίτι τους, και κάθησε μέσα, σα να ‘τανε δικό του σπίτι, και βλογηθήκανε τα θεμέλιά του. Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της Οικουμένης, οι αρχόντοι, οι δεσποτάδες κ’ οι επίσημοι ανθρώποι μα εκείνος δεν πήγε σε κανέναν, παρά πήγε και κόνεψε στο καλύβι του Γιάννη του Βλογημένου.
Το λοιπόν, σαν σκαρίσανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στον άγιο: «Γέροντα, έχω χαρά μεγάλη. Θέλω να μας διαβάσεις τα γράμματα τ᾿ Άη-Βασίλη. Εγώ είμαι άνθρωπος αγράμματος, μα αγαπώ τα γράμματα της θρησκείας μας. Έχω και μία φυλλάδα από έναν γούμενο αγιονορίτη, κι όποτε τύχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τον βάζω και μου διαβάζει από μέσα την φυλλάδα, γιατί δεν έχουμε κοντά μας εκκλησία». Έπιασε και θαμπόφεγγε κατά το μέρος της ανατολής. Ο άγιος Βασίλης σηκώθηκε και στάθηκε κατά την ανατολή κ’ έκανε το σταυρό του, ύστερα έσκυψε και πήρε μία φυλλάδα από το ταγάρι του, κ’ είπε: «Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων».

Ανώνυμος είπε...

Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε και στάθηκε από πίσω του, κ’ η γυναίκα βύζαξε το μωρό και πήγε και κείνη και στάθηκε κοντά του, με σταυρωμένα χέρια. Κι ο άγιος Βασίλης είπε το « Θεός Κύριος» και τ’ απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», δίχως να πει και το δικό του το απολυτίκιο που λέγει «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου». Η φωνή του είτανε γλυκειά και ταπεινή, κι ο Γιάννης κ’ η γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ας μην καταλαβαίνανε τα γράμματα. Κ’ είπε ο άγιος Βασίλης όλον τον Όρθρο και τον Κανόνα της Εορτής: «Δεύτε λαοί άσωμεν άσμα Χριστώ τω Θεώ», χωρίς να πει το δικό του τον Κανόνα, που λέγει «Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε». Κ’ ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κ’ έκανε απόλυση και τους βλόγησε. Και σαν καθήσανε στο τραπέζι και φάγανε κι αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπητα και την έβαλε απάνω στο σοφρά. Κι ο άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τα βασιλόπητα, κ’ είπε: «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος κ’ έκοψε το πρώτο το κομμάτι κ’ είπε «του Χριστού» κ’ ύστερα είπε « της Παναγίας», κ’ ύστερα είπε «του νοικοκύρη Γιάννη του Βλογημένου». Του λέγει ο Γιάννης: «Γέροντα, ξέχασες τον άη-Βασίλη!». Του λέγει ο άγιος: «Ναι, καλά! Κ’ ύστερα λέγει: «Του δούλου του Θεού Βασιλείου». Κ’ ύστερα λέγει πάλι: «Του νοικοκύρη, «της νοικοκυράς», «του παιδιού», «του παραγυιού», «των ζωντανών», «των φτωχών». Τότε λέγει στον άγιο ο Γιάννης ο Βλογημένος: «Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιωσύνη σου; Του λέγει ο άγιος: «Έκοψα, Βλογημένε!» μα, ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο μακάριος.
Κ’ ύστερα, σηκώθηκε όρθιος ο άγιος Βασίλειος κ’ είπε την ευχή του «Κύριε ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμί άξιος, ουδ’ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου». Κ’ είπε ο Γιάννης ο Βλογημένος: «Πες μου, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, σε ποια παλάτια άραγες πήγε σαν απόψε ο άγιος Βασίλης; οι αρχόντοι κ’ οι βασιληάδες τι αμαρτίες να ‘χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί, επειδής η φτώχεια μάς κάνει να κολαζόμαστε». Κι ο άγιος Βασίλης δάκρυσε κ’ είπε πάλι την ευχή, αλλοιώτικα: «Κύριε, ο Θεός μου, οίδα ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς εστίν άξιος και ικανός ίνα υπό την στέγην του εισέλθης. Ότι νήπιος υπάρχει και τα μυστήριά Σου τοις νηπίοις αποκαλύπτεται». Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο μακάριος, ο Γιάννης ο Βλογημένος...