Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009

Η σονάτα του σεληνόφωτος στον Πύργο Μπαζαίου

Η Ρούλα Πατεράκη στη Νάξο

Ο ποιητής Γιώργος Χρονάς,
που επιμελείται το ένθετο
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ
έγραψε την περασμένη Παρασκευή,
αλλά χάθηκαν μέσα στην προεκλογική ακαταστασία:

Δεν έχει φεγγάρι απόψε, είπε ο τεχνικός που έστηνε τα μικρόφωνα στη θεϊκή αυλή του Πύργου Μπαζαίου, στη Νάξο.

Πρέπει να ενισχύσω τα βαν του φωτισμού στη σκηνή. Πρόσθεσε.
Ο Διονύσης Μαλλούχος ήταν έτοιμος να υποδεχθεί στο πιάνο το θρήνο τής Σονάτας του σεληνόφωτος.

100 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου κι απόψε αυτό το κτίσμα του 15ου αιώνος μοιάζει με αυτά της Μονεμβάσιας. Μια υπόγεια συμφωνία θα συμπληρώσει τον λόγο του ποιητή με την εμφάνιση της Ρούλας Πατεράκη. Ένατη χρονιά των εκδηλώσεων στην αυλή του Πύργου κι απόψε η προτελευταία βραδιά της φετινής χρονιάς.

Κάποιος Εύελπις, σε μια παρέλαση, πρέπει να της είχε χαρίσει τα λευκά του γάντια. Και εις ανάμνησιν τα φορά. Ή κάνω λάθος; Δεν ξεχωρίζεις αν μιλάει στο κενό, σ' αυτόν που την ταράζει.
Σ' εμάς. Στον Θεό. Στο χάος.

Στον ύπνο της, λένε, θυμάται τη σκηνή. Και σηκώνεται, βγαίνει στον Πύργο, στην πόρτα, και λέει τα λόγια του Ρίτσου.

Γραμμένη το 1956, η Σονάτα του Σεληνόφωτος έρχεται όπως οι ηρωίδες του Τέννεση Ουίλλιαμς. Η Μπλανς Ντυ Μπουά και οι άλλες. Αργότερα θα έρθει ο Φασμπίντερ με Τα πικρά δάκρυα της Πέτρας φον Καντ. Ο Ξένος του Ρίτσου προηγήθηκε από το Θεώρημα του Παζολίνι, με το ίδιο θέμα.

Τα λόγια της ηχούν παράξενα στο σκότος. Η σονάτα του σεληνόφωτος δεν τον αγγίζει. Αυτό την τρελαίνει. Την έχει τρελάνει. Σ' αυτόν τον Πύργο κατοικεί, λένε οι φήμες, και τη νύχτα σηκώνεται -πάντα την ίδια ώρα-, βγαίνει στην πόρτα που βγάζει στην αυλή. Αυτός χάθηκε• μόνο μία φορά τον ακούμπησε κι ακούστηκε το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι - Κείνο το πρωί μού είπε καλημέρα...

Θυμάται τα λόγια του Καβάφη στο ποίημα «Σταις σκάλαις»:

Κι όμως τον έρωτα που ήθελες τον είχα να στον δώσω τον έρωτα που ήθελα - τα μάτια σου με τώπαν τα κουρασμένα και ύποπτα - είχες να με τον δώσης Τα σώματά μας αισθανθήκαν και γυρεύονταν το αίμα και το δέρμα μας εννόησαν.

Η μουσική του Μπετόβεν, το κλάμα, λένε, που άκουσε ο συνθέτης και μπήκε, όπου βρήκε μια γυναίκα να κλαίει, γοερά, τον θάνατο του γιου της, ηχεί δυνατά. Ο Διονύσης Μαλλούχος συνοδεύει την αλλοπαρμένη Ρούλα Πατεράκη στον Πύργο. Έχει χαθεί -προσωρινά- στο εσωτερικό του. Μόλις κοπάσει η μουσική θύελλα εμφανίζεται. Το παλτό της είναι κουμπωμένο. Κάποια γριά υπηρέτρια στον Πύργο τής το κούμπωσε. Φαίνεται ανίκανη για πράξεις. Μόνο για ιδέες που δεν της πραγματοποιούνται είναι. Αυτός έχει φύγει. Ποτέ δεν ήταν εκεί; Μια φαντασία όλα λοιπόν; Ήταν εκεί και ήταν «βρωμοαιγόκερως» όπως ο Κοβάλσκυ;

Τα λόγια της αναστροφής, της λύσης, στην απελπισία της ηχούν σαν βροχή στη στέγη. Θα ανοίξει το παράθυρο, θ' αλλάξει φόρεμα. Θα βγει στη βουή του κόσμου. Θ' αναζητήσει σ' άλλα φιλιά την επαφή; Σ' άλλα κορμιά τη λύση;


Δεν υπάρχουν σχόλια: