Eίχαμε ξαναγράψει για την περίπτωση του χωριού Ανάβρα του νομού Μαγνησίας και τη δράση ενός δημιουργικού ανθρώπου που άλλαξε τις οικονομικές συντεταγμένες του μικρού τόπου του.
Επανερχόμαστε, με την ευκαιρία του παρακάτω κειμένου της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας», μιας και οι εμπειρίες της κοινότητας αυτής μπορεί να είναι χρήσιμες σε όλους μας
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ δεν είναι κοινοτάρχης ορεινού χωριού, που ερημώνει χρόνο με το χρόνο, όπως πολλά άλλα. Ούτε συνέδεσε την ενασχόλησή του με την τοπική αυτοδιοίκηση, ικανοποιώντας προσωπικά ή κομματικά συμφέροντα. Είναι ένας απλός άνθρωπος, αλλά οραματιστής.
Θέλησε να εγκαταλείψει τη ζωή στην πρωτεύουσα και να επιστρέψει στο χωριό του, την Ανάβρα Μαγνησίας. Ονειρεύτηκε να δημιουργήσει μια μικρή κοινωνία, που θα προοδεύει, θα παράγει εισόδημα, θα προάγει τον πολιτισμό και θα σέβεται το περιβάλλον, αξιοποιώντας ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Με λίγα λόγια, θέλησε να δημιουργήσει ένα ζηλευτό πρότυπο βιώσιμης ανάπτυξης. Και το κατάφερε. Η Ανάβρα Μαγνησίας από ένα μικρό ξεχασμένο ορεινό χωριό 450 κατοίκων το 1991, όπου ζώα και άνθρωποι συμβίωναν..., έχει γίνει μοντέλο ανάπτυξης, πρότυπο για όλη την Ελλάδα, με αυξανόμενο πληθυσμό μόνιμων κατοίκων (650 σήμερα), μηδενική ανεργία και εγκληματικότητα, και δράσεις που θα ζήλευαν πολλές ανεπτυγμένες χώρες.
«Το 1988 άρχισα να σκέφτομαι την αποχώρησή μου από την Αθήνα. Δεν ήμουν μόνος. Με μία παρέα φίλων είπαμε να μείνουμε στο χωριό μας την Ανάβρα, αναλαμβάνοντας ενεργό ρόλο στην τοπική κοινωνία. Ημασταν επτά φίλοι και βάλαμε υποψηφιότητα για πρώτη φορά το 1991. Εκλεγήκαμε οι πέντε και άρχισε η περιπέτεια».
Εκείνη την εποχή, η Ανάβρα δεν ήταν όπως σήμερα. Το χωριό απομονωμένο. Το χειμώνα η συγκοινωνία ήταν δύσκολη. Δεν υπήρχε αποκομιδή σκουπιδιών, ενώ άνθρωποι και ζώα (άνω των 15.000) αναγκάζονταν να συμβιώνουν.
«Από πού ξεκίνησε η μεταμόρφωση;», ρωτάμε τον κ. Τσουκαλά. «Το πρώτο που έπρεπε να κάνουμε ήταν να διώξουμε τα ζώα από το χωριό, για να ακολουθήσουν έργα υποδομής. Προτείναμε να κάνουμε τρία κτηνοτροφικά πάρκα. Ηταν συγκροτημένα ποιμνιοστάσια με φως, νερό και τροφές σε χώρους περιφραγμένους έξω από το χωριό».
Όμως η αποδοχή του σχεδίου δεν ήταν κάτι αυτονόητο για τους κατοίκους. «Υπήρχαν επιφυλάξεις για το σχέδιο και για το πρόσωπό μου», λέει ο πρόεδρος της Ανάβρας και συνεχίζει: «Παρ' όλο που ήμουν από το χωριό, με θεωρούσαν ξένο, καθώς ζούσα πολλά χρόνια στην Αθήνα. Χρειάστηκαν 15 λαϊκές συνελεύσεις, για να πειστούν οι κάτοικοι να μεταφέρουν τα ζώα εκτός χωριού. Οταν έφυγαν οι πρώτοι, μέσα σε ένα χρόνο έγινε επανάσταση και ακολούθησαν όλοι. Αυξήθηκε η παραγωγή γάλακτος και κρέατος, έγιναν οικονομίες στις τροφές. Τότε άρχισε να αποκαθίσταται η σχέση των κατοίκων μαζί μου».
«Το επόμενο βήμα ήταν να κάνουμε βιολογική κτηνοτροφία. Υπήρχαν 130.000 στρέμματα, τα οποία δεν ρυπαίνονται και μπορούσαν να αποτελέσουν ελεύθερο χώρο εκτροφής, όπου τα ζώα θα μπορούν να βόσκουν εννέα μήνες το χρόνο.
Φέραμε ειδικούς επιστήμονες στην παραγωγή βιολογικών προϊόντων και προχωρήσαμε, λαμβάνοντας και επιδοτήσεις. Μάλιστα κάναμε ένα επιπλέον βήμα μπροστά, μπαίνοντας και σε άλλες μορφές εκτροφής, όπου τα ζώα μεγαλώνουν κυριολεκτικά στο δάσος.
Και γι' αυτές τις μορφές λάβαμε επιδοτήσεις. Στη συνέχεια δημιουργήσαμε ένα υπερσύγχρονο σφαγείο, το πρώτο δημόσιο στην Ελλάδα με βιολογική γραμμή. Ετσι, ολοκληρώθηκε ο κτηνοτροφικός κύκλος».
Η κοινότητα δεν έμεινε σε αυτά. Ιεραρχήθηκαν στη συνέχεια οι ανάγκες και ξεκίνησαν έργα οδοποιίας και άλλων υποδομών. Επίσης πήραν πρωτοβουλίες για θέματα υγείας και πολιτισμού. Ολοκληρώθηκε το μικρό οδικό δίκτυο του χωριού, αποκαταστάθηκε το δίκτυο ύδρευσης και έγιναν αναπλάσεις της πλατείας και δημοτικών κτιρίων. Κατασκευάστηκε διώροφο δημοτικό πάρκινγκ, κλειστό γυμναστήριο δωρεάν για τους κατοίκους και ΚΕΠ.
Στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, το χωριό κατασκεύασε αιολικό πάρκο δυναμικότητας 17,5 MW, ικανό να παράγει ρεύμα για 13.000 νοικοκυριά. Η κοινότητα πουλάει το ρεύμα στη ΔΕΗ και αντλεί έσοδα κάθε χρόνο, ανάλογα με την ένταση του αέρα. Σε εξέλιξη είναι ένα μικρό υδροηλεκτρικό εργοστάσιο, η λειτουργία του οποίου επίσης θα συνεισφέρει οικονομικά.
Τα έργα συνεχίζονται με νέα φιλόδοξα σχέδια, που αφορούν την παροχή θέρμανσης και ζεστού νερού σε όλα τα σπίτια δωρεάν. Αυτό το πρόγραμμα περιλαμβάνει τη χρήση της κοπριάς σε ένα κεντρικό λέβητα, ο οποίος θα παράγει νερό. Στόχος είναι οι σωληνώσεις να περάσουν και από τους κεντρικούς δρόμους, ώστε να μην παγώνουν το χειμώνα. Η μελέτη έχει συνταχθεί σε συνεργασία με τα ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας και έχει κατατεθεί για έγκριση.
Πώς κατάφερε όμως μια κοινότητα να κάνει τόσα πολλά πράγματα σε τόσο λίγο διάστημα και πώς χρηματοδοτήθηκε; Ο ίδιος θα πει: «Δεν υπάρχουν μυστικά ούτε περίεργες συνταγές. Ολα αυτά είναι αποτέλεσμα οργανωμένης δουλειάς, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Εμείς αυτό που κάναμε ήταν να αξιοποιήσουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του χωριού, δηλαδή την κτηνοτροφία και το περιβάλλον». Και συνεχίζει: «Αν είσαι έντιμος και οργανωμένος, δεν κοιτάς δόξες και προσωπικό συμφέρον, τότε δεν υπάρχει περίπτωση να μην πετύχεις. Υπάρχουν λεφτά για όλα τα χωριά. Δεν μπορούν να λένε ότι δεν απορροφώνται τα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ενωσης».
Στην ερώτηση, «τι θα θέλατε να μην συμβεί στην Ανάβρα;», απαντά χωρίς υπεκφυγές: «Να μην ενταχθούμε στον "Καποδίστρια 2". Οχι ότι δεν συμφωνούμε, αλλά δεν είμαστε πεδινό χωριό, που θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε κοινές δράσεις με το διπλανό. Είμαστε ένα απομονωμένο χωριό με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, το οποίο έμεινε έξω από τον Καποδίστρια 1 και μάλλον γι' αυτό πέτυχε». Πράγματι, τα γύρω χωριά αναπτύχθηκαν σε ελάχιστο βαθμό σε σχέση με την Ανάβρα. Ο λόγος είναι πως «ο κεντρικός δήμος λειτουργεί ως σφουγγάρι, ρουφώντας τα κονδύλια, με αποτέλεσμα τα χωριά να μαραζώνουν».
Το στήριγμά του
Δίπλα (και όχι πίσω) σε ένα μεγάλο άνδρα, λένε πως στέκεται μία μεγάλη γυναίκα. Σύζυγος του κ. Τσουκαλά είναι η Μάχη Καμπύρη, αρχιτέκτων μηχανικός, καθηγήτρια μέχρι πρόσφατα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Απλή, γελαστή και πρόθυμη να εξηγήσει κάθε απορία, η κ. Καμπύρη έχει εκπονήσει δωρεάν τις μελέτες σε θέματα αρμοδιότητάς της και ασκεί ρόλο τεχνικού συμβούλου των έργων. Μαζί με τον σύζυγο έχουν έρθει σε κόντρα με τους εργολάβους, οι οποίοι στην αρχή ήταν αρκετά επιρρεπείς στο να βάλουν λιγότερα υλικά στα έργα υποδομής απ' αυτά που προβλέπονταν από τις μελέτες.
Επανερχόμαστε, με την ευκαιρία του παρακάτω κειμένου της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας», μιας και οι εμπειρίες της κοινότητας αυτής μπορεί να είναι χρήσιμες σε όλους μας
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ δεν είναι κοινοτάρχης ορεινού χωριού, που ερημώνει χρόνο με το χρόνο, όπως πολλά άλλα. Ούτε συνέδεσε την ενασχόλησή του με την τοπική αυτοδιοίκηση, ικανοποιώντας προσωπικά ή κομματικά συμφέροντα. Είναι ένας απλός άνθρωπος, αλλά οραματιστής.
Θέλησε να εγκαταλείψει τη ζωή στην πρωτεύουσα και να επιστρέψει στο χωριό του, την Ανάβρα Μαγνησίας. Ονειρεύτηκε να δημιουργήσει μια μικρή κοινωνία, που θα προοδεύει, θα παράγει εισόδημα, θα προάγει τον πολιτισμό και θα σέβεται το περιβάλλον, αξιοποιώντας ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Με λίγα λόγια, θέλησε να δημιουργήσει ένα ζηλευτό πρότυπο βιώσιμης ανάπτυξης. Και το κατάφερε. Η Ανάβρα Μαγνησίας από ένα μικρό ξεχασμένο ορεινό χωριό 450 κατοίκων το 1991, όπου ζώα και άνθρωποι συμβίωναν..., έχει γίνει μοντέλο ανάπτυξης, πρότυπο για όλη την Ελλάδα, με αυξανόμενο πληθυσμό μόνιμων κατοίκων (650 σήμερα), μηδενική ανεργία και εγκληματικότητα, και δράσεις που θα ζήλευαν πολλές ανεπτυγμένες χώρες.
«Το 1988 άρχισα να σκέφτομαι την αποχώρησή μου από την Αθήνα. Δεν ήμουν μόνος. Με μία παρέα φίλων είπαμε να μείνουμε στο χωριό μας την Ανάβρα, αναλαμβάνοντας ενεργό ρόλο στην τοπική κοινωνία. Ημασταν επτά φίλοι και βάλαμε υποψηφιότητα για πρώτη φορά το 1991. Εκλεγήκαμε οι πέντε και άρχισε η περιπέτεια».
Εκείνη την εποχή, η Ανάβρα δεν ήταν όπως σήμερα. Το χωριό απομονωμένο. Το χειμώνα η συγκοινωνία ήταν δύσκολη. Δεν υπήρχε αποκομιδή σκουπιδιών, ενώ άνθρωποι και ζώα (άνω των 15.000) αναγκάζονταν να συμβιώνουν.
«Από πού ξεκίνησε η μεταμόρφωση;», ρωτάμε τον κ. Τσουκαλά. «Το πρώτο που έπρεπε να κάνουμε ήταν να διώξουμε τα ζώα από το χωριό, για να ακολουθήσουν έργα υποδομής. Προτείναμε να κάνουμε τρία κτηνοτροφικά πάρκα. Ηταν συγκροτημένα ποιμνιοστάσια με φως, νερό και τροφές σε χώρους περιφραγμένους έξω από το χωριό».
Όμως η αποδοχή του σχεδίου δεν ήταν κάτι αυτονόητο για τους κατοίκους. «Υπήρχαν επιφυλάξεις για το σχέδιο και για το πρόσωπό μου», λέει ο πρόεδρος της Ανάβρας και συνεχίζει: «Παρ' όλο που ήμουν από το χωριό, με θεωρούσαν ξένο, καθώς ζούσα πολλά χρόνια στην Αθήνα. Χρειάστηκαν 15 λαϊκές συνελεύσεις, για να πειστούν οι κάτοικοι να μεταφέρουν τα ζώα εκτός χωριού. Οταν έφυγαν οι πρώτοι, μέσα σε ένα χρόνο έγινε επανάσταση και ακολούθησαν όλοι. Αυξήθηκε η παραγωγή γάλακτος και κρέατος, έγιναν οικονομίες στις τροφές. Τότε άρχισε να αποκαθίσταται η σχέση των κατοίκων μαζί μου».
«Το επόμενο βήμα ήταν να κάνουμε βιολογική κτηνοτροφία. Υπήρχαν 130.000 στρέμματα, τα οποία δεν ρυπαίνονται και μπορούσαν να αποτελέσουν ελεύθερο χώρο εκτροφής, όπου τα ζώα θα μπορούν να βόσκουν εννέα μήνες το χρόνο.
Φέραμε ειδικούς επιστήμονες στην παραγωγή βιολογικών προϊόντων και προχωρήσαμε, λαμβάνοντας και επιδοτήσεις. Μάλιστα κάναμε ένα επιπλέον βήμα μπροστά, μπαίνοντας και σε άλλες μορφές εκτροφής, όπου τα ζώα μεγαλώνουν κυριολεκτικά στο δάσος.
Και γι' αυτές τις μορφές λάβαμε επιδοτήσεις. Στη συνέχεια δημιουργήσαμε ένα υπερσύγχρονο σφαγείο, το πρώτο δημόσιο στην Ελλάδα με βιολογική γραμμή. Ετσι, ολοκληρώθηκε ο κτηνοτροφικός κύκλος».
Η κοινότητα δεν έμεινε σε αυτά. Ιεραρχήθηκαν στη συνέχεια οι ανάγκες και ξεκίνησαν έργα οδοποιίας και άλλων υποδομών. Επίσης πήραν πρωτοβουλίες για θέματα υγείας και πολιτισμού. Ολοκληρώθηκε το μικρό οδικό δίκτυο του χωριού, αποκαταστάθηκε το δίκτυο ύδρευσης και έγιναν αναπλάσεις της πλατείας και δημοτικών κτιρίων. Κατασκευάστηκε διώροφο δημοτικό πάρκινγκ, κλειστό γυμναστήριο δωρεάν για τους κατοίκους και ΚΕΠ.
Στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, το χωριό κατασκεύασε αιολικό πάρκο δυναμικότητας 17,5 MW, ικανό να παράγει ρεύμα για 13.000 νοικοκυριά. Η κοινότητα πουλάει το ρεύμα στη ΔΕΗ και αντλεί έσοδα κάθε χρόνο, ανάλογα με την ένταση του αέρα. Σε εξέλιξη είναι ένα μικρό υδροηλεκτρικό εργοστάσιο, η λειτουργία του οποίου επίσης θα συνεισφέρει οικονομικά.
Τα έργα συνεχίζονται με νέα φιλόδοξα σχέδια, που αφορούν την παροχή θέρμανσης και ζεστού νερού σε όλα τα σπίτια δωρεάν. Αυτό το πρόγραμμα περιλαμβάνει τη χρήση της κοπριάς σε ένα κεντρικό λέβητα, ο οποίος θα παράγει νερό. Στόχος είναι οι σωληνώσεις να περάσουν και από τους κεντρικούς δρόμους, ώστε να μην παγώνουν το χειμώνα. Η μελέτη έχει συνταχθεί σε συνεργασία με τα ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας και έχει κατατεθεί για έγκριση.
Πώς κατάφερε όμως μια κοινότητα να κάνει τόσα πολλά πράγματα σε τόσο λίγο διάστημα και πώς χρηματοδοτήθηκε; Ο ίδιος θα πει: «Δεν υπάρχουν μυστικά ούτε περίεργες συνταγές. Ολα αυτά είναι αποτέλεσμα οργανωμένης δουλειάς, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Εμείς αυτό που κάναμε ήταν να αξιοποιήσουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του χωριού, δηλαδή την κτηνοτροφία και το περιβάλλον». Και συνεχίζει: «Αν είσαι έντιμος και οργανωμένος, δεν κοιτάς δόξες και προσωπικό συμφέρον, τότε δεν υπάρχει περίπτωση να μην πετύχεις. Υπάρχουν λεφτά για όλα τα χωριά. Δεν μπορούν να λένε ότι δεν απορροφώνται τα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ενωσης».
Στην ερώτηση, «τι θα θέλατε να μην συμβεί στην Ανάβρα;», απαντά χωρίς υπεκφυγές: «Να μην ενταχθούμε στον "Καποδίστρια 2". Οχι ότι δεν συμφωνούμε, αλλά δεν είμαστε πεδινό χωριό, που θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε κοινές δράσεις με το διπλανό. Είμαστε ένα απομονωμένο χωριό με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, το οποίο έμεινε έξω από τον Καποδίστρια 1 και μάλλον γι' αυτό πέτυχε». Πράγματι, τα γύρω χωριά αναπτύχθηκαν σε ελάχιστο βαθμό σε σχέση με την Ανάβρα. Ο λόγος είναι πως «ο κεντρικός δήμος λειτουργεί ως σφουγγάρι, ρουφώντας τα κονδύλια, με αποτέλεσμα τα χωριά να μαραζώνουν».
Το στήριγμά του
Δίπλα (και όχι πίσω) σε ένα μεγάλο άνδρα, λένε πως στέκεται μία μεγάλη γυναίκα. Σύζυγος του κ. Τσουκαλά είναι η Μάχη Καμπύρη, αρχιτέκτων μηχανικός, καθηγήτρια μέχρι πρόσφατα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Απλή, γελαστή και πρόθυμη να εξηγήσει κάθε απορία, η κ. Καμπύρη έχει εκπονήσει δωρεάν τις μελέτες σε θέματα αρμοδιότητάς της και ασκεί ρόλο τεχνικού συμβούλου των έργων. Μαζί με τον σύζυγο έχουν έρθει σε κόντρα με τους εργολάβους, οι οποίοι στην αρχή ήταν αρκετά επιρρεπείς στο να βάλουν λιγότερα υλικά στα έργα υποδομής απ' αυτά που προβλέπονταν από τις μελέτες.
1 σχόλιο:
ΚΑΤΙ ΠΑΡΟΜΟΙΟ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ ΚΙ Ο ΓΛΕΖΟΣ ΣΤ' ΑΠΕΡΑΘΟΥ
Δημοσίευση σχολίου