Η δυναμική της ΕΕ, οι πολιτικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης και η «επιστροφή των κρατών»
Τέσσερις εβδομάδες πριν από τις ευρωεκλογές της 7ης Ιουνίου, είμαστε άραγε οι ίδιοι Ευρωπαίοι που ήμασταν τον Ιούνιο του 2004; Η οικονομική κρίση έδωσε ξανά κύρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Η συζήτηση περί νεοφιλελεύθερης Ευρώπης σταμάτησε, η αντίσταση των πολέμιων της ΕΕ, οι οποίοι διαπίστωσαν την «επιστροφή των κρατών», κάμφθηκε, ενώ αποδείχτηκε και η προστατευτική αξία του ευρώ. Παρ΄ όλα αυτά, οι Ευρωπαίοι δεν δείχνουν σήμερα περισσότερο έτοιμοι να προσέλθουν στις κάλπες. Πριν από πέντε χρόνια, κατά τη διάρκεια της τελευταίας προεκλογικής εκστρατείας για την ανάδειξη των ευρωβουλευτών, η Ευρώπη έμοιαζε να βρίσκεται στο τέλος της διαδρομής της. Η μειονότητα των γάλλων ψηφοφόρων (43,1%) δεν έβλεπε στην Ενωση τίποτε που να παραπέμπει σε εκείνη την «Ευρώπη που προστατεύει», υπέρμαχος της οποίας θα γινόταν αργότερα ο νυν πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί . Οι άνθρωποι αυτοί τη θεωρούσαν περισσότερο μια «Ευρώπη που διχάζει» ή και δεν χρησιμεύει σε τίποτε.
Το 2003, ο πόλεμος των Ηνωμένων Πολιτειών με το Ιράκ δημιούργησε ένα χάσμα μεταξύ των χωρών που αντιτίθεντο στη στρατιωτική επέμβαση και όσων συμφωνούσαν, χάσμα που έμοιαζε αγεφύρωτο. Οι Βρυξέλλες δεν είχαν ενιαία φωνή, δεν είχαν να πουν κάτι. Τον Μάιο του 2004, η διεύρυνση της ΕΕ με την είσοδο σε αυτή δέκα νέων χωρών, οι οκτώ εκ των οποίων ανατολικές, δεν εκτόνωσε τις διχαστικές τάσεις. Η ένταξη αυτών των μελών, γοητευμένων από μια φιλελεύθερη σύλληψη του καπιταλισμού, ενέτεινε τους γαλλικούς φόβους για μια Ευρώπη που θυσίαζε την «κοινωνική διάσταση» στον βωμό του φιλελευθερισμού. Η Οδηγία Μπόλκενσταϊν, επονομαζόμενη και οδηγία του «πολωνού υδραυλικού», θεωρήθηκε ενσάρκωση μιας διαβολικής Ευρώπης. Η Συνθήκη του Ευρωσυντάγματος, η οποία οσονούπω ολοκληρωνόταν, απαντούσε ατελώς στα ερωτήματα που γεννιό νταν από τη διεύρυνση, οπλίζοντας τους ευρωσκεπτικιστές με ένα εξαιρετικό επιχείρημα. Σε αυτό το ιδεολογικό «κοκτέιλ» ερχόταν να προστεθεί η συζήτηση για το ευρώ, το οποίο κατηγορείτο ότι διασπάθιζε την ελευθερία των κρατών μέσω του Συμφώνου Σταθερότητας, το οποίο με τη σειρά του κρινόταν από την κάθε χώρα υπερβολικά αυστηρό ή επιεικές, ωσότου η μεταρρύθμιση του 2005 του προσέδωσε μια διάσταση όχι τόσο αυστηρά λογιστική. Ως αποτέλεσμα, στις εκλογές του 2004, η αποχή άγγιζε ποσοστά ρεκόρ: 78,8% στην Πολωνία, 61,1% στο Ηνωμένο Βασίλειο, 57% στη Γερμανία, 54% στην Ισπανία. Αμέσως μετά, το 2005, το «όχι» των Γάλλων στο δημοψήφισμα για το Ευρωσύνταγμα έμοιαζε να υπογράφει τη θανατική καταδίκη της ευρωπαϊκής δυναμικής. Οι κυβερνώντες παρέμεναν προβληματισμένοι, αιφνιδιασμένοι, χωρίς εναλλακτικό σχέδιο δράσης, αγνοώντας πάνω σε ποια βάση θα οικοδομήσουν το κοινό τους μέλλον. Να ΄μαστε τώρα στο 2009. Πολύ νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι ως σήμερα. Τέσσερις εβδομάδες πριν από τις εκλογές, η Ευρώπη δεν είναι πια ακριβώς η ίδια. Τους τελευταίους έξι μήνες έδειξε να έχει εκείνον τον « αριθμό τηλεφώνου » που ζητούσε ο αμερικανός πρώην υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ όταν έλεγε σαρκαστικά ότι « όταν κάποιος θέλει κάτι από την Ευρωπαϊκή Ενωση δεν ξέρει σε ποιον να τηλεφωνήσει». Ως προεδρεύων της ΕΕ κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2008, ο κ. Σαρκοζί δημιούργησε μια κοινή ευρωπαϊκή δυναμική, πρώτα για τον πόλεμο στη Γεωργία και έπειτα για την οικονομική κρίση. Δεξιοί και αριστεροί ευρωβουλευτές τον ευχαρίστησαν για αυτό. Η Ευρώπη έδειχνε ότι ήταν έτοιμη να δράσει και να προστατεύσει. Τι θα προκύψει όμως στις κάλπες από αυτό το εγχείρημα; Τα τελευταία πέντε χρόνια, η συζήτηση για το ευρωπαϊκό μοντέλο άλλαξε. Οι παραδοσιακοί διαχωρισμοί έχασαν τη σαφήνειά τους. Η Συνθήκη της Λισαβόνας, απλουστευμένη εκδοχή της Συνθήκης του Ευρωσυντάγματος, ξεπέρασε στις 6 Μαΐου το ανησυχητικό εμπόδιο του κοινοβουλίου της Τσεχίας. Η προώθησή της με πλάγιες μεθόδους φαίνεται να αποθάρρυνε ένα μέρος των πολέμιών της. Ελλείψει εναλλακτικής πρότασης, προς το παρόν οι επιτιμητές της δεν ζητούν την κατάργησή της. Οι υποστηρικτές της ΕΕ, υπέρμαχοι της αυξανόμενης ισχύος των κοινοτικών θεσμών, παρακολούθησαν, αδυνατώντας να δράσουν, τα κράτη-μέλη να ξαναπαίρνουν τα ηνία στα χέρια τους λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Η διάσωση των τραπεζών και οι στρατηγικές ανάκαμψης σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν από τις κυβερνήσεις. Ο Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο άφησε την Ανγκελα Μέρκελ, τον Νικολά Σαρκοζί και τον Γκόρντον Μπράουν να τον επισκιάσουν. Σε αντιστάθμισμα, αυτή η επιβεβαίωση του ρόλου του κράτους αποδυνάμωσε την επιχειρηματολογία όσων φοβούνται ότι η ομόσπονδη Ευρώπη θα υποκατασταθεί από τα κράτη. Η κριτική κατά του νεοφιλελευθερισμού της ΕΕ θα μπορούσε να βρει έγκυρα επιχειρήματα εν μέσω της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης. Απασχολημένοι όμως με την πολιτική αναστάτωση, οι αρχηγοί των κυβερνήσεων, πρωτοστατούντων των Κεντροδεξιών, ένιωσαν την απειλή και κατέβαλαν σημαντικές προσπάθειες για να την εξουδετερώσουν. Αρχικά, ορισμένοι αποκήρυξαν τους φορολογικούς παραδείσους, επέρριψαν την ευθύνη στις ΗΠΑ, ανακοίνωσαν την επιθυμία τους να προχωρήσουν σε ρύθμιση των αγορών και απέφυγαν επιμελώς μια ευρωπαϊκή αυτοκριτική. Στη συνέχεια υιοθέτησαν μαζικά οικονομικά μέτρα, τα οποία συνδέονται κατά παράδοση με τη Σοσιαλδημοκρατία: εθνικοποιήσεις τραπεζών, σχέδια τόνωσης της οικονομίας, εκτόξευση των ελλειμμάτων και των δημόσιων χρεών στα ύψη. Η κρίση δυναμίτισε τα θεμελιώδη δόγματα της ΕΕ, τα οποία είναι ο ελεύθερος ανταγωνισμός χωρίς παρεμβατισμό, ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός και ο λελογισμένος δανεισμός με σεβασμό στα κριτήρια σύγκλισης. Τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, όλα αυτά τινάχτηκαν στον αέρα. Ω ς πολιτική συνέπεια αυτού του τμήματος της γενικευμένης αναταραχής, η διάκριση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς είναι πλέον δύσκολη. Η Σοσιαλδημοκρατία πασχίζει να βρει μια γλώσσα, ένα σχέδιο και μια στρατηγική. Ο κ. Μπαρόζο, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και δραστήριος υπέρμαχος της «ελαχιστοποίησης της νομοθέτησης», θα αποτελούσε ιδανικό στόχο της Αριστεράς αν δεν υποστηριζόταν ταυτόχρονα από την πλειονότητα των Συντηρητικών, αλλά και από σημαντικούς Σοσιαλιστές ηγέτες της ΕΕ. Αν και έχει δεχτεί κριτική για τον φιλελευθερισμό του, την ξεπερασμένη θεσμική πρακτική του και την έλλειψη γρήγορων ανακλαστικών, μοιάζει καθησυχασμένος ότι η θητεία του θα ανανεωθεί. Οχι, η Ευρώπη δεν είναι πια η ίδια που ήταν το 2004. Ομως έχει άραγε αυξηθεί η όρεξή της για τα πολιτικά πράγματα; Οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν αποχή ρεκόρ. Το κεντροδεξιό Λαϊκό Ευρωπαϊκό Κόμμα (ΡΡΕ) αναμένεται να παραμείνει πρώτο και στο νέο Ευρωκοινοβούλιο. Η μόνη έκπληξη θα μπορούσε να προέλθει από μια άνοδο είτε των λαϊκιστών εθνικιστών είτε της άκρας Αριστεράς, που κυρίως στη Γαλλία και στη Γερμανία ελπίζουν να επωφεληθούν από την αφασία των Σοσιαλδημοκρατών.
ΤΩΝ CΕCΙLΕCΗΑΜΒRΑUD ΚΑΙ MΑRΙΟΝVANRΕΝΤΕRGΗΕΜ (ΤΟ ΒΗΜΑ- LE MONDE, 13 Μαΐου 2009).
Τέσσερις εβδομάδες πριν από τις ευρωεκλογές της 7ης Ιουνίου, είμαστε άραγε οι ίδιοι Ευρωπαίοι που ήμασταν τον Ιούνιο του 2004; Η οικονομική κρίση έδωσε ξανά κύρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Η συζήτηση περί νεοφιλελεύθερης Ευρώπης σταμάτησε, η αντίσταση των πολέμιων της ΕΕ, οι οποίοι διαπίστωσαν την «επιστροφή των κρατών», κάμφθηκε, ενώ αποδείχτηκε και η προστατευτική αξία του ευρώ. Παρ΄ όλα αυτά, οι Ευρωπαίοι δεν δείχνουν σήμερα περισσότερο έτοιμοι να προσέλθουν στις κάλπες. Πριν από πέντε χρόνια, κατά τη διάρκεια της τελευταίας προεκλογικής εκστρατείας για την ανάδειξη των ευρωβουλευτών, η Ευρώπη έμοιαζε να βρίσκεται στο τέλος της διαδρομής της. Η μειονότητα των γάλλων ψηφοφόρων (43,1%) δεν έβλεπε στην Ενωση τίποτε που να παραπέμπει σε εκείνη την «Ευρώπη που προστατεύει», υπέρμαχος της οποίας θα γινόταν αργότερα ο νυν πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί . Οι άνθρωποι αυτοί τη θεωρούσαν περισσότερο μια «Ευρώπη που διχάζει» ή και δεν χρησιμεύει σε τίποτε.
Το 2003, ο πόλεμος των Ηνωμένων Πολιτειών με το Ιράκ δημιούργησε ένα χάσμα μεταξύ των χωρών που αντιτίθεντο στη στρατιωτική επέμβαση και όσων συμφωνούσαν, χάσμα που έμοιαζε αγεφύρωτο. Οι Βρυξέλλες δεν είχαν ενιαία φωνή, δεν είχαν να πουν κάτι. Τον Μάιο του 2004, η διεύρυνση της ΕΕ με την είσοδο σε αυτή δέκα νέων χωρών, οι οκτώ εκ των οποίων ανατολικές, δεν εκτόνωσε τις διχαστικές τάσεις. Η ένταξη αυτών των μελών, γοητευμένων από μια φιλελεύθερη σύλληψη του καπιταλισμού, ενέτεινε τους γαλλικούς φόβους για μια Ευρώπη που θυσίαζε την «κοινωνική διάσταση» στον βωμό του φιλελευθερισμού. Η Οδηγία Μπόλκενσταϊν, επονομαζόμενη και οδηγία του «πολωνού υδραυλικού», θεωρήθηκε ενσάρκωση μιας διαβολικής Ευρώπης. Η Συνθήκη του Ευρωσυντάγματος, η οποία οσονούπω ολοκληρωνόταν, απαντούσε ατελώς στα ερωτήματα που γεννιό νταν από τη διεύρυνση, οπλίζοντας τους ευρωσκεπτικιστές με ένα εξαιρετικό επιχείρημα. Σε αυτό το ιδεολογικό «κοκτέιλ» ερχόταν να προστεθεί η συζήτηση για το ευρώ, το οποίο κατηγορείτο ότι διασπάθιζε την ελευθερία των κρατών μέσω του Συμφώνου Σταθερότητας, το οποίο με τη σειρά του κρινόταν από την κάθε χώρα υπερβολικά αυστηρό ή επιεικές, ωσότου η μεταρρύθμιση του 2005 του προσέδωσε μια διάσταση όχι τόσο αυστηρά λογιστική. Ως αποτέλεσμα, στις εκλογές του 2004, η αποχή άγγιζε ποσοστά ρεκόρ: 78,8% στην Πολωνία, 61,1% στο Ηνωμένο Βασίλειο, 57% στη Γερμανία, 54% στην Ισπανία. Αμέσως μετά, το 2005, το «όχι» των Γάλλων στο δημοψήφισμα για το Ευρωσύνταγμα έμοιαζε να υπογράφει τη θανατική καταδίκη της ευρωπαϊκής δυναμικής. Οι κυβερνώντες παρέμεναν προβληματισμένοι, αιφνιδιασμένοι, χωρίς εναλλακτικό σχέδιο δράσης, αγνοώντας πάνω σε ποια βάση θα οικοδομήσουν το κοινό τους μέλλον. Να ΄μαστε τώρα στο 2009. Πολύ νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι ως σήμερα. Τέσσερις εβδομάδες πριν από τις εκλογές, η Ευρώπη δεν είναι πια ακριβώς η ίδια. Τους τελευταίους έξι μήνες έδειξε να έχει εκείνον τον « αριθμό τηλεφώνου » που ζητούσε ο αμερικανός πρώην υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ όταν έλεγε σαρκαστικά ότι « όταν κάποιος θέλει κάτι από την Ευρωπαϊκή Ενωση δεν ξέρει σε ποιον να τηλεφωνήσει». Ως προεδρεύων της ΕΕ κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2008, ο κ. Σαρκοζί δημιούργησε μια κοινή ευρωπαϊκή δυναμική, πρώτα για τον πόλεμο στη Γεωργία και έπειτα για την οικονομική κρίση. Δεξιοί και αριστεροί ευρωβουλευτές τον ευχαρίστησαν για αυτό. Η Ευρώπη έδειχνε ότι ήταν έτοιμη να δράσει και να προστατεύσει. Τι θα προκύψει όμως στις κάλπες από αυτό το εγχείρημα; Τα τελευταία πέντε χρόνια, η συζήτηση για το ευρωπαϊκό μοντέλο άλλαξε. Οι παραδοσιακοί διαχωρισμοί έχασαν τη σαφήνειά τους. Η Συνθήκη της Λισαβόνας, απλουστευμένη εκδοχή της Συνθήκης του Ευρωσυντάγματος, ξεπέρασε στις 6 Μαΐου το ανησυχητικό εμπόδιο του κοινοβουλίου της Τσεχίας. Η προώθησή της με πλάγιες μεθόδους φαίνεται να αποθάρρυνε ένα μέρος των πολέμιών της. Ελλείψει εναλλακτικής πρότασης, προς το παρόν οι επιτιμητές της δεν ζητούν την κατάργησή της. Οι υποστηρικτές της ΕΕ, υπέρμαχοι της αυξανόμενης ισχύος των κοινοτικών θεσμών, παρακολούθησαν, αδυνατώντας να δράσουν, τα κράτη-μέλη να ξαναπαίρνουν τα ηνία στα χέρια τους λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Η διάσωση των τραπεζών και οι στρατηγικές ανάκαμψης σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν από τις κυβερνήσεις. Ο Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο άφησε την Ανγκελα Μέρκελ, τον Νικολά Σαρκοζί και τον Γκόρντον Μπράουν να τον επισκιάσουν. Σε αντιστάθμισμα, αυτή η επιβεβαίωση του ρόλου του κράτους αποδυνάμωσε την επιχειρηματολογία όσων φοβούνται ότι η ομόσπονδη Ευρώπη θα υποκατασταθεί από τα κράτη. Η κριτική κατά του νεοφιλελευθερισμού της ΕΕ θα μπορούσε να βρει έγκυρα επιχειρήματα εν μέσω της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης. Απασχολημένοι όμως με την πολιτική αναστάτωση, οι αρχηγοί των κυβερνήσεων, πρωτοστατούντων των Κεντροδεξιών, ένιωσαν την απειλή και κατέβαλαν σημαντικές προσπάθειες για να την εξουδετερώσουν. Αρχικά, ορισμένοι αποκήρυξαν τους φορολογικούς παραδείσους, επέρριψαν την ευθύνη στις ΗΠΑ, ανακοίνωσαν την επιθυμία τους να προχωρήσουν σε ρύθμιση των αγορών και απέφυγαν επιμελώς μια ευρωπαϊκή αυτοκριτική. Στη συνέχεια υιοθέτησαν μαζικά οικονομικά μέτρα, τα οποία συνδέονται κατά παράδοση με τη Σοσιαλδημοκρατία: εθνικοποιήσεις τραπεζών, σχέδια τόνωσης της οικονομίας, εκτόξευση των ελλειμμάτων και των δημόσιων χρεών στα ύψη. Η κρίση δυναμίτισε τα θεμελιώδη δόγματα της ΕΕ, τα οποία είναι ο ελεύθερος ανταγωνισμός χωρίς παρεμβατισμό, ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός και ο λελογισμένος δανεισμός με σεβασμό στα κριτήρια σύγκλισης. Τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, όλα αυτά τινάχτηκαν στον αέρα. Ω ς πολιτική συνέπεια αυτού του τμήματος της γενικευμένης αναταραχής, η διάκριση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς είναι πλέον δύσκολη. Η Σοσιαλδημοκρατία πασχίζει να βρει μια γλώσσα, ένα σχέδιο και μια στρατηγική. Ο κ. Μπαρόζο, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και δραστήριος υπέρμαχος της «ελαχιστοποίησης της νομοθέτησης», θα αποτελούσε ιδανικό στόχο της Αριστεράς αν δεν υποστηριζόταν ταυτόχρονα από την πλειονότητα των Συντηρητικών, αλλά και από σημαντικούς Σοσιαλιστές ηγέτες της ΕΕ. Αν και έχει δεχτεί κριτική για τον φιλελευθερισμό του, την ξεπερασμένη θεσμική πρακτική του και την έλλειψη γρήγορων ανακλαστικών, μοιάζει καθησυχασμένος ότι η θητεία του θα ανανεωθεί. Οχι, η Ευρώπη δεν είναι πια η ίδια που ήταν το 2004. Ομως έχει άραγε αυξηθεί η όρεξή της για τα πολιτικά πράγματα; Οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν αποχή ρεκόρ. Το κεντροδεξιό Λαϊκό Ευρωπαϊκό Κόμμα (ΡΡΕ) αναμένεται να παραμείνει πρώτο και στο νέο Ευρωκοινοβούλιο. Η μόνη έκπληξη θα μπορούσε να προέλθει από μια άνοδο είτε των λαϊκιστών εθνικιστών είτε της άκρας Αριστεράς, που κυρίως στη Γαλλία και στη Γερμανία ελπίζουν να επωφεληθούν από την αφασία των Σοσιαλδημοκρατών.
ΤΩΝ CΕCΙLΕCΗΑΜΒRΑUD ΚΑΙ MΑRΙΟΝVANRΕΝΤΕRGΗΕΜ (ΤΟ ΒΗΜΑ- LE MONDE, 13 Μαΐου 2009).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου