Επιλέξαμε από TO BHMA της Κυριακής 17 Ιανουαρίου 2010 επίκαιρες αναφορές για ένα ζήτημα που στην Ελλάδα το αντιμετωπίζουμε μάλλον με επιφανειακή προσέγγιση και κύρια με λογικές κομματικού ετεροπροσδιορισμού.
…«η Ελλάδα είναι η πρώτη ανατολική χώρα στην ιστορία που επιχείρησε να γίνει δυτική»…
Αν και η ανάγκη είναι πρόδηλη, στην Ελλάδα η συζήτηση για την ταυτότητα δεν άνοιξε ακόμη, όπως λ.χ. συνέβη στη Γαλλία. Ποια είναι η νέα ελληνική ταυτότητα; Πώς επηρεάζεται από τις ευρύτατες μεταβολές;
Πώς τη σφραγίζει η σημερινή παραγωγική γενιά και πώς θα την παραδώσει;
Εκείνο που επικράτησε ως ελληνική ταυτότητα από το 1960 και άντεξε ως τις μέρες μας δεν λειτουργεί πλέον με επάρκεια.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Εurostat, σήμερα ζουν στη χώρα μας πάνω από ένα εκατομμύριο μετανάστες. Το σχέδιο νόμου που ετοιμάζει η κυβέρνηση εκτιμάται ότι θα δώσει την ελληνική εθνικότητα σε περισσότερους από 250.000 μετανάστες, ενώ, το πιο σημαντικό, είναι ότι θα μετατρέψει το ευρωπαϊκού τύπου «δίκαιο του αίματος» σε αμερικανικού τύπου «δίκαιο του εδάφους», αφού τα παιδιά των μεταναστών που θα γεννιούνται στην Ελλάδα θα λαμβάνουν αυτόματα την ελληνική εθνικότητα.
Το ζήτημα είναι τώρα πολύ πιο πολύπλοκο απ΄ ό,τι 20 ή 10 χρόνια πριν και λαμβάνει διαστάσεις πολυεθνικότητας που θυμίζουν περισσότερο τον 19ο παρά τον 20ό αιώνα, ενώ στις διαδικασίες ενσωμάτωσης ιδιαίτερα σημαντικός είναι και ο ρόλος των θρησκειών.
Πέρα όμως από το μείζον θέμα της απόδοσης ελληνικής εθνικότητας σε μετανάστες, υπάρχουν και άλλες πολύ σημαντικές διαστάσεις της διαμόρφωσης της ελληνικής ταυτότητας.
Λ.χ., κατά τον Στέλιο Ράμφο «η Ελλάδα είναι η πρώτη ανατολική χώρα στην ιστορία που επιχείρησε να γίνει δυτική» και το γεγονός αυτό, μαζί με βάρη των μετεμφυλιακών χρόνων, έχει δημιουργήσει τεράστιες «ψυχικές εκκρεμότητες» οι οποίες προκαλούν ακόμη στρεβλώσεις.
Ταυτόχρονα, η αρχή της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα βρίσκει τη χώρα σε συνθήκες αβεβαιότητας που όμοιά της δεν έχει βιώσει εδώ και πολύ καιρό. Σταθερές με τις οποίες ο τόπος πορεύτηκε επί δεκαετίες έχουν ανατραπεί. Εν τω μεταξύ, στη σκέψη ή στην τέχνη πολύ δύσκολα θα μπορούσε κανείς να πει ότι γεννιούνται νέα ρεύματα και τάσεις που δείχνουν διεξόδους και κατευθύνσεις σε οτιδήποτε, ενώ νέα ιδεολογία δεν παράγεται. Ωστόσο η συζήτηση για την ελληνική ταυτότητα υπήρξε από την πρώτη στιγμή κατ΄ εξοχήν πνευματική.
Οι ρίζες της φτάνουν ως τον Ομηρο, ενώ στον Θουκυδίδη και στον Ισοκράτη παίρνει πλέον ξεκάθαρη μορφή:
Ελληνες είναι εκείνοι που μετέχουν στην ελληνική γλώσσα και Παιδεία και που οργανώνουν τις πόλεις τους με ελληνικούς θεσμούς.
Με τον Μέγα Αλέξανδρο, η ελληνικότητα γίνεται οικουμενική. Στους βυζαντινούς χρόνους νέο κυρίαρχο στοιχείο της συζήτησης καθίσταται ο χριστιανισμός. Κατά την Επανάσταση του 1821 τη σφραγίζει ο νεοκλασικισμός του Αδαμάντιου Κοραή, ώσπου το 1835 ο Φαλμεράγερ αποφάσισε ότι οι νέοι Ελληνες... ουδεμία σχέση έχουν με τους αρχαίους.
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος τον ανασκευάζει. Στον 20ό αιώνα την επανακαθορίζει η Γενιά του ΄30.
Ο Μεταξάς γελοιοποιεί την ελληνικότητα, όπως αργότερα και ο Παπαδόπουλος- εν τω μεταξύ, είχε μεσολαβήσει ένας Εμφύλιος...
Τελικά, η δεκαετία του 1960 πετυχαίνει μια ιστορική συναίρεση: μέσα από το τραγούδι και το κοινωνικό πλάτος που αυτό προσφέρει και με πρωτοπόρο τον Μίκη Θεοδωράκη ο Επιτάφιος του Ρίτσου τραγουδιέται δίπλα δίπλα στο Αξιον Εστι του Ελύτη και στο Μυθιστόρημα του Σεφέρη από εκατομμύρια λαού και έτσι μια νέα πιο νέα συνθετική εκδοχή της ελληνικότητας, χωρίς να συζητείται πια τόσο πολύ, γίνεται ξαφνικά έννοια φυσική και αυτονόητη.
Είναι ένα κίνημα που απλώνεται παντού: στην ποίηση, στη μουσική, στη λογοτεχνία, στη σκέψη, στη ζωγραφική, στην αρχιτεκτονική, στον κινηματογράφο...
ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Π.ΜΑΛΟΥΧΟΥ
Ποιοι πραγματικά είμαστε
ΤΟΥ ΤΙΤΟΥ ΠΑΤΡΙΚΙΟΥ
Η συζήτηση και οι συνακόλουθες αντιπαραθέσεις για την ελληνική ταυτότητα κρατούν, όπως ξέρουμε, από δω και πάρα πολλά χρόνια.
Ομως η με ιδιαίτερη ένταση επαναφορά τους γίνεται κάθε που εμφανίζεται μια οξεία, και πολλαπλή, κρίση σ΄ αυτόν τον τόπο. Οπότε οι αντίπαλες θεωρητικές προσεγγίσεις, δηλαδή κατ΄ ουσίαν οι αντίπαλες πολιτικές και κοινωνικο-οικονομικές δυνάμεις τις οποίες εκφράζουν, δίνουν τη διαφορετική τους απάντηση.
Οι συντηρητικές δυνάμεις δίνουν την αναχρονιστική τους απάντηση, οι προοδευτικές την εκσυγχρονιστική, και, από μιαν εποχή κι έπειτα, οι επαναστατικές τη δική τους ανατρεπτική απάντηση. Οι συντηρητικές απαντήσεις γρήγορα κρυσταλλώθηκαν σε στερεότυπα που η αμφισβήτησή τους χαρακτηρίστηκε από τους εκφραστές τους ως βαρύτατο, ακόμα και αντεθνικό, παράπτωμα, ενώ η διαιώνισή τους εξασφαλίστηκε με την καθιέρωση ενός πλέγματος φόβων και ενοχών, όπως θαυμάσια το έδειξε η Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου στο ύστατο βιβλίο της Οι φόβοι ενός αιώνα (2007). Ωστόσο με τον καιρό παγιώθηκαν σε αντίδρομα, αλλά αντίστοιχα, στερεότυπα και οι άλλες απαντήσεις, κυρίως οι επαναστατικές, ή οι λεγόμενες επαναστατικές. Και αυτές δημιούργησαν ένα άλλο πλέγμα φόβων και ενοχών για όποιον έθιγε τις απόλυτες βεβαιότητές τους, και αυτών η αμφισβήτηση χαρακτηρίστηκε από τις δυνάμεις που ιερατικά τις εξέφραζαν ως βαρύτατο παράπτωμα, και μάλιστα αντεπαναστατικό. Ετσι, κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα της ταυτότητας, ξεκινώντας από ιστορικό, πολιτικό ή ακόμα και υπαρξιακό, καταλήγει να γίνεται ιδεολογικό, με την έννοια που έδινε στην ιδεολογία ο νεαρός Μαρξ, δηλαδή όχι την κατανόηση της πραγματικότητας, αλλά την προβολή στην πραγματικότητα των προϋπαρχουσών ιδεών μας γι΄ αυτήν, τελικά την κίβδηλη συνείδηση.
Γι΄ αυτό και νομίζω πως εκείνο που έχει σπουδαιότητα δεν είναι το τι ιδέα έχουμε για το ποιοι είμαστε αλλά το να είμαστε. Και δεν μπορούμε να είμαστε παρά μόνο αν παράγουμε πράγματα που να έχουν ταυτόχρονα αξία χρήσης και αξία ανταλλακτική, και μαζί να δημιουργούμε έργα που όμως αυτά να έχουν περισσότερο αξία χρήσης και λιγότερο αξία ανταλλακτική και εμπορευματική.
Γίνεται όμως σήμερα αυτό; Ή μπορεί να γίνει; Δεν είμαι βέβαια αυτός που θα καταστρώσει σχετικά προγράμματα, που θα προτείνει συνταγολόγια ή έστω που θα διατυπώσει ευχολόγια. Πάντως στον βαθμό που αυτό μπορεί να γίνει πιστεύω πως έναν καίριο ρόλο έχει να παίξει ο λόγος, στις πολλαπλές εκφράσεις του, την ιστορική, τη φιλοσοφική, τη δοκιμιακή, την ποιητική, την πεζογραφική, τη θεατρική. Αλλιώς, όσο η κρίση συνεχίζεται, ή οξύνεται, τόσο το κενό που δημιουργείται θα καλύπτεται από έναν ασυγκράτητο και αχόρταγο καταναλωτισμό, συχνά καλυμμένο με το ένδυμα των συντεχνιακών διεκδικήσεων, και μαζί από μιαν εξίσου ασυγκράτητη και αχόρταγη ηδονιστική ψυχαγωγία, καλυμμένη με το ένδυμα της καλλιτεχνικής ή ακόμα και της λογοτεχνικής δημιουργίας. Και τόσο περισσότερο θα βολευόμαστε σ΄ έναν κόσμο όχι απλώς άρτου και θεαμάτων, αλλά αμβροσίας και show business, εξιδανικευμένου από κάθε λογής εικόνες περί της σπουδαίας και μοναδικής στον κόσμο ταυτότητάς μας.
Ο κ. Τίτος Πατρίκιος είναι ποιητής.
Η ελληνικότητα κινδυνεύει από εμάς
ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ ΦΑΣΙΑΝΟΥ
«Ερωτόκριτος και Αρετούσα» του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, του ζωγράφου που εξέφρασε αυθεντικά την ελληνικότητα
Κάθε κάποια χρόνια, δεν μπορώ να προσδιορίσω πόσα ακριβώς, συμβαίνουν αλλαγές στην ταυτότητα ενός τόπου. Ομως, συνήθως, οι αλλαγές αυτές δεν επηρεάζουν σε βάθος την ουσία της ταυτότητας.
Ετσι και οι αλλαγές που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια, είτε ενδογενώς στην Ελλάδα, είτε εκείνες που είναι αποτέλεσμα εξωτερικών μεταβολών, δεν επηρεάζουν την ουσία της ελληνικής ταυτότητας, όσο κι αν τώρα που τις βιώνουμε μπορεί να μας φαίνεται αλλιώς.
Οι αρχαίοι Ελληνες φορούσαν χιτώνες, οι αγωνιστές του ΄21 φουστανέλες, εμείς, σήμερα, φοράμε παντελόνια ευρωπαϊκού τύπου, αλλά δεν αλλάζουμε. Και δεν αλλάζουμε, επειδή ζούμε κάτω από το ίδιο φως, στο ίδιο κλίμα, αναπνέουμε τον ίδιο αέρα, χαιρόμαστε την ίδια φύση, κάνουμε τις ίδιες χειρονομίες.
Τελικά, η ελληνικότητα γεννιέται κυρίως από τον τόπο που ζούμε και καθορίζεται από αυτόν και από τη γλώσσα, και γι΄ αυτό αργά ή γρήγορα θα ενταχθούν σε αυτή την ελληνικότητα κι όσοι ξένοι έρχονται να ζήσουν σε αυτόν τον τόπο. Πολλοί, που αγνοούν εντελώς την καθοριστική σημασία όλων αυτών, πιστεύουν αντίθετα ότι η ελληνικότητα βρίσκεται στην παράδοση που απειλείται από τις αλλαγές.
Τους διαφεύγει ότι και η ίδια η παράδοση κα θορίζεται από τον τόπο και από το φως του. Αλλά, κυρίως, κάνουν το μεγάλο λάθος να ταυτίζουν τη διατήρηση της ελληνικότητας με τη μίμηση του παρελθόντος.
Κι αυτό είναι ένα έγκλημα, που γεννά τέρατα. Η μίμηση του παρελθόντος, του αρχαίου, του βυζαντινού ή όποιου άλλου, είναι κάτι κακό και επικίνδυνο που κλείνει τη σκέψη μας, μας στερεί κάθε δυνατότητα να ανανεώσουμε κι εμείς την ελληνική ταυτότητα και να την παραδώσουμε ανανεωμένη στους επόμενους. Το παρελθόν μάς βοηθά όταν μαθαίνουμε από αυτό, όχι όταν το αντιγράφουμε. Το ίδιο κακό γίνεται κι όταν αντιγράφουμε ξένα στοιχεία, όπως έκαναν οι έλληνες ζωγράφοι του 19ου αιώνα που πήγαν στο Μόναχο. Ζωγράφιζαν ελληνικά θέματα, αλλά σαν Γερμανοί. Αλλά το γερμανικό φως, ή μάλλον η γερμανική καταχνιά, που έμαθε τους Γερμανούς να φτιάχνουν αριστουργήματα, δεν έχει καμιά σχέση με το φως της Ελλάδας.
Το ίδιο κι οι σκιές. Και, ξαφνικά, ανάμεσα στους γερμανοσπουδαγμένους «λόγιους» έλληνες ζωγράφους, από το πουθενά, ξεπετάχτηκε ένας Θεόφιλος, ένας ξυπόλυτος με μια λερή φουστανέλα, που εξέφρασε την αληθινή ελληνικότητα όσο κανένας άλλος... Εγώ, δουλεύοντας πάνω στη σκληρή αντίθεση της σκιάς και του φωτός του ελληνικού, συνεχίζω ακριβώς αυτή την παράδοση με νέο τρόπο. Κι έτσι σε όλον τον κόσμο άνθρωποι μου λένε ότι νιώθουν μέσα από τα έργα μου τη συνέχεια με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, χωρίς να ξέρουν το γιατί... Σήμερα, την ελληνικότητα τη βλέπω ακόμα και στα αυθαίρετα. Στα σπίτια που χτίζονταν μέσα σε ένα βράδυ όπως όπως, με ό,τι ταπεινά υλικά υπήρχαν διαθέσιμα εκείνη τη στιγμή. Αντίθετα, δεν τη βλέπω καθόλου σε τερατώδη κτίρια στη Μύκονο ή σε άλλα νησιά, που μπορεί να κρατούν το λευκό χρώμα ή την πέτρα, αλλά που οι διαστάσεις, οι αναλογίες και οι όγκοι τους δεν έχουν καμιά σχέση με την αληθινή αρχιτεκτονική εκείνης της γης και την προσβάλλουν. Το Αιγαίο, που τώρα όλοι μιλούν γι΄ αυτό, δεν το ξέραμε, ο Ελύτης μάς το ΄μαθε, αλλά δεν το καταλάβαμε. Ελληνικότητα δεν είναι να πηγαίνεις και να αντιγράφεις το παρελθόν σου. Ελληνικότητα είναι να μαθαίνεις από όλα αυτά, να τα κουβαλάς μέσα σου και να τα ξέρεις, αλλά, όπως ο Οδυσσέας, να κάνεις αυτό που αυτός εδώ ο τόπος σού ζητά. Να παίρνεις το ελληνικό και να το κάνεις παγκόσμιο. Εγώ τουλάχιστον αυτό προσπάθησα να κάνω όλα αυτά τα χρόνια. Και το είδα να γίνεται. Η αρχή της Οδύσσειας είναι η ελληνικότητα. Και γι΄ αυτό δεν κινδυνεύει από όλες τις αλλαγές. Αν κινδυνεύει η ελληνικότητα, κινδυνεύει μόνο από εμάς τους ίδιους...
Ο κ. Αλέκος Φασιανός είναι ζωγράφος.
…«η Ελλάδα είναι η πρώτη ανατολική χώρα στην ιστορία που επιχείρησε να γίνει δυτική»…
Αν και η ανάγκη είναι πρόδηλη, στην Ελλάδα η συζήτηση για την ταυτότητα δεν άνοιξε ακόμη, όπως λ.χ. συνέβη στη Γαλλία. Ποια είναι η νέα ελληνική ταυτότητα; Πώς επηρεάζεται από τις ευρύτατες μεταβολές;
Πώς τη σφραγίζει η σημερινή παραγωγική γενιά και πώς θα την παραδώσει;
Εκείνο που επικράτησε ως ελληνική ταυτότητα από το 1960 και άντεξε ως τις μέρες μας δεν λειτουργεί πλέον με επάρκεια.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Εurostat, σήμερα ζουν στη χώρα μας πάνω από ένα εκατομμύριο μετανάστες. Το σχέδιο νόμου που ετοιμάζει η κυβέρνηση εκτιμάται ότι θα δώσει την ελληνική εθνικότητα σε περισσότερους από 250.000 μετανάστες, ενώ, το πιο σημαντικό, είναι ότι θα μετατρέψει το ευρωπαϊκού τύπου «δίκαιο του αίματος» σε αμερικανικού τύπου «δίκαιο του εδάφους», αφού τα παιδιά των μεταναστών που θα γεννιούνται στην Ελλάδα θα λαμβάνουν αυτόματα την ελληνική εθνικότητα.
Το ζήτημα είναι τώρα πολύ πιο πολύπλοκο απ΄ ό,τι 20 ή 10 χρόνια πριν και λαμβάνει διαστάσεις πολυεθνικότητας που θυμίζουν περισσότερο τον 19ο παρά τον 20ό αιώνα, ενώ στις διαδικασίες ενσωμάτωσης ιδιαίτερα σημαντικός είναι και ο ρόλος των θρησκειών.
Πέρα όμως από το μείζον θέμα της απόδοσης ελληνικής εθνικότητας σε μετανάστες, υπάρχουν και άλλες πολύ σημαντικές διαστάσεις της διαμόρφωσης της ελληνικής ταυτότητας.
Λ.χ., κατά τον Στέλιο Ράμφο «η Ελλάδα είναι η πρώτη ανατολική χώρα στην ιστορία που επιχείρησε να γίνει δυτική» και το γεγονός αυτό, μαζί με βάρη των μετεμφυλιακών χρόνων, έχει δημιουργήσει τεράστιες «ψυχικές εκκρεμότητες» οι οποίες προκαλούν ακόμη στρεβλώσεις.
Ταυτόχρονα, η αρχή της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα βρίσκει τη χώρα σε συνθήκες αβεβαιότητας που όμοιά της δεν έχει βιώσει εδώ και πολύ καιρό. Σταθερές με τις οποίες ο τόπος πορεύτηκε επί δεκαετίες έχουν ανατραπεί. Εν τω μεταξύ, στη σκέψη ή στην τέχνη πολύ δύσκολα θα μπορούσε κανείς να πει ότι γεννιούνται νέα ρεύματα και τάσεις που δείχνουν διεξόδους και κατευθύνσεις σε οτιδήποτε, ενώ νέα ιδεολογία δεν παράγεται. Ωστόσο η συζήτηση για την ελληνική ταυτότητα υπήρξε από την πρώτη στιγμή κατ΄ εξοχήν πνευματική.
Οι ρίζες της φτάνουν ως τον Ομηρο, ενώ στον Θουκυδίδη και στον Ισοκράτη παίρνει πλέον ξεκάθαρη μορφή:
Ελληνες είναι εκείνοι που μετέχουν στην ελληνική γλώσσα και Παιδεία και που οργανώνουν τις πόλεις τους με ελληνικούς θεσμούς.
Με τον Μέγα Αλέξανδρο, η ελληνικότητα γίνεται οικουμενική. Στους βυζαντινούς χρόνους νέο κυρίαρχο στοιχείο της συζήτησης καθίσταται ο χριστιανισμός. Κατά την Επανάσταση του 1821 τη σφραγίζει ο νεοκλασικισμός του Αδαμάντιου Κοραή, ώσπου το 1835 ο Φαλμεράγερ αποφάσισε ότι οι νέοι Ελληνες... ουδεμία σχέση έχουν με τους αρχαίους.
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος τον ανασκευάζει. Στον 20ό αιώνα την επανακαθορίζει η Γενιά του ΄30.
Ο Μεταξάς γελοιοποιεί την ελληνικότητα, όπως αργότερα και ο Παπαδόπουλος- εν τω μεταξύ, είχε μεσολαβήσει ένας Εμφύλιος...
Τελικά, η δεκαετία του 1960 πετυχαίνει μια ιστορική συναίρεση: μέσα από το τραγούδι και το κοινωνικό πλάτος που αυτό προσφέρει και με πρωτοπόρο τον Μίκη Θεοδωράκη ο Επιτάφιος του Ρίτσου τραγουδιέται δίπλα δίπλα στο Αξιον Εστι του Ελύτη και στο Μυθιστόρημα του Σεφέρη από εκατομμύρια λαού και έτσι μια νέα πιο νέα συνθετική εκδοχή της ελληνικότητας, χωρίς να συζητείται πια τόσο πολύ, γίνεται ξαφνικά έννοια φυσική και αυτονόητη.
Είναι ένα κίνημα που απλώνεται παντού: στην ποίηση, στη μουσική, στη λογοτεχνία, στη σκέψη, στη ζωγραφική, στην αρχιτεκτονική, στον κινηματογράφο...
ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Π.ΜΑΛΟΥΧΟΥ
Ποιοι πραγματικά είμαστε
ΤΟΥ ΤΙΤΟΥ ΠΑΤΡΙΚΙΟΥ
Η συζήτηση και οι συνακόλουθες αντιπαραθέσεις για την ελληνική ταυτότητα κρατούν, όπως ξέρουμε, από δω και πάρα πολλά χρόνια.
Ομως η με ιδιαίτερη ένταση επαναφορά τους γίνεται κάθε που εμφανίζεται μια οξεία, και πολλαπλή, κρίση σ΄ αυτόν τον τόπο. Οπότε οι αντίπαλες θεωρητικές προσεγγίσεις, δηλαδή κατ΄ ουσίαν οι αντίπαλες πολιτικές και κοινωνικο-οικονομικές δυνάμεις τις οποίες εκφράζουν, δίνουν τη διαφορετική τους απάντηση.
Οι συντηρητικές δυνάμεις δίνουν την αναχρονιστική τους απάντηση, οι προοδευτικές την εκσυγχρονιστική, και, από μιαν εποχή κι έπειτα, οι επαναστατικές τη δική τους ανατρεπτική απάντηση. Οι συντηρητικές απαντήσεις γρήγορα κρυσταλλώθηκαν σε στερεότυπα που η αμφισβήτησή τους χαρακτηρίστηκε από τους εκφραστές τους ως βαρύτατο, ακόμα και αντεθνικό, παράπτωμα, ενώ η διαιώνισή τους εξασφαλίστηκε με την καθιέρωση ενός πλέγματος φόβων και ενοχών, όπως θαυμάσια το έδειξε η Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου στο ύστατο βιβλίο της Οι φόβοι ενός αιώνα (2007). Ωστόσο με τον καιρό παγιώθηκαν σε αντίδρομα, αλλά αντίστοιχα, στερεότυπα και οι άλλες απαντήσεις, κυρίως οι επαναστατικές, ή οι λεγόμενες επαναστατικές. Και αυτές δημιούργησαν ένα άλλο πλέγμα φόβων και ενοχών για όποιον έθιγε τις απόλυτες βεβαιότητές τους, και αυτών η αμφισβήτηση χαρακτηρίστηκε από τις δυνάμεις που ιερατικά τις εξέφραζαν ως βαρύτατο παράπτωμα, και μάλιστα αντεπαναστατικό. Ετσι, κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα της ταυτότητας, ξεκινώντας από ιστορικό, πολιτικό ή ακόμα και υπαρξιακό, καταλήγει να γίνεται ιδεολογικό, με την έννοια που έδινε στην ιδεολογία ο νεαρός Μαρξ, δηλαδή όχι την κατανόηση της πραγματικότητας, αλλά την προβολή στην πραγματικότητα των προϋπαρχουσών ιδεών μας γι΄ αυτήν, τελικά την κίβδηλη συνείδηση.
Γι΄ αυτό και νομίζω πως εκείνο που έχει σπουδαιότητα δεν είναι το τι ιδέα έχουμε για το ποιοι είμαστε αλλά το να είμαστε. Και δεν μπορούμε να είμαστε παρά μόνο αν παράγουμε πράγματα που να έχουν ταυτόχρονα αξία χρήσης και αξία ανταλλακτική, και μαζί να δημιουργούμε έργα που όμως αυτά να έχουν περισσότερο αξία χρήσης και λιγότερο αξία ανταλλακτική και εμπορευματική.
Γίνεται όμως σήμερα αυτό; Ή μπορεί να γίνει; Δεν είμαι βέβαια αυτός που θα καταστρώσει σχετικά προγράμματα, που θα προτείνει συνταγολόγια ή έστω που θα διατυπώσει ευχολόγια. Πάντως στον βαθμό που αυτό μπορεί να γίνει πιστεύω πως έναν καίριο ρόλο έχει να παίξει ο λόγος, στις πολλαπλές εκφράσεις του, την ιστορική, τη φιλοσοφική, τη δοκιμιακή, την ποιητική, την πεζογραφική, τη θεατρική. Αλλιώς, όσο η κρίση συνεχίζεται, ή οξύνεται, τόσο το κενό που δημιουργείται θα καλύπτεται από έναν ασυγκράτητο και αχόρταγο καταναλωτισμό, συχνά καλυμμένο με το ένδυμα των συντεχνιακών διεκδικήσεων, και μαζί από μιαν εξίσου ασυγκράτητη και αχόρταγη ηδονιστική ψυχαγωγία, καλυμμένη με το ένδυμα της καλλιτεχνικής ή ακόμα και της λογοτεχνικής δημιουργίας. Και τόσο περισσότερο θα βολευόμαστε σ΄ έναν κόσμο όχι απλώς άρτου και θεαμάτων, αλλά αμβροσίας και show business, εξιδανικευμένου από κάθε λογής εικόνες περί της σπουδαίας και μοναδικής στον κόσμο ταυτότητάς μας.
Ο κ. Τίτος Πατρίκιος είναι ποιητής.
Η ελληνικότητα κινδυνεύει από εμάς
ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ ΦΑΣΙΑΝΟΥ
«Ερωτόκριτος και Αρετούσα» του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, του ζωγράφου που εξέφρασε αυθεντικά την ελληνικότητα
Κάθε κάποια χρόνια, δεν μπορώ να προσδιορίσω πόσα ακριβώς, συμβαίνουν αλλαγές στην ταυτότητα ενός τόπου. Ομως, συνήθως, οι αλλαγές αυτές δεν επηρεάζουν σε βάθος την ουσία της ταυτότητας.
Ετσι και οι αλλαγές που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια, είτε ενδογενώς στην Ελλάδα, είτε εκείνες που είναι αποτέλεσμα εξωτερικών μεταβολών, δεν επηρεάζουν την ουσία της ελληνικής ταυτότητας, όσο κι αν τώρα που τις βιώνουμε μπορεί να μας φαίνεται αλλιώς.
Οι αρχαίοι Ελληνες φορούσαν χιτώνες, οι αγωνιστές του ΄21 φουστανέλες, εμείς, σήμερα, φοράμε παντελόνια ευρωπαϊκού τύπου, αλλά δεν αλλάζουμε. Και δεν αλλάζουμε, επειδή ζούμε κάτω από το ίδιο φως, στο ίδιο κλίμα, αναπνέουμε τον ίδιο αέρα, χαιρόμαστε την ίδια φύση, κάνουμε τις ίδιες χειρονομίες.
Τελικά, η ελληνικότητα γεννιέται κυρίως από τον τόπο που ζούμε και καθορίζεται από αυτόν και από τη γλώσσα, και γι΄ αυτό αργά ή γρήγορα θα ενταχθούν σε αυτή την ελληνικότητα κι όσοι ξένοι έρχονται να ζήσουν σε αυτόν τον τόπο. Πολλοί, που αγνοούν εντελώς την καθοριστική σημασία όλων αυτών, πιστεύουν αντίθετα ότι η ελληνικότητα βρίσκεται στην παράδοση που απειλείται από τις αλλαγές.
Τους διαφεύγει ότι και η ίδια η παράδοση κα θορίζεται από τον τόπο και από το φως του. Αλλά, κυρίως, κάνουν το μεγάλο λάθος να ταυτίζουν τη διατήρηση της ελληνικότητας με τη μίμηση του παρελθόντος.
Κι αυτό είναι ένα έγκλημα, που γεννά τέρατα. Η μίμηση του παρελθόντος, του αρχαίου, του βυζαντινού ή όποιου άλλου, είναι κάτι κακό και επικίνδυνο που κλείνει τη σκέψη μας, μας στερεί κάθε δυνατότητα να ανανεώσουμε κι εμείς την ελληνική ταυτότητα και να την παραδώσουμε ανανεωμένη στους επόμενους. Το παρελθόν μάς βοηθά όταν μαθαίνουμε από αυτό, όχι όταν το αντιγράφουμε. Το ίδιο κακό γίνεται κι όταν αντιγράφουμε ξένα στοιχεία, όπως έκαναν οι έλληνες ζωγράφοι του 19ου αιώνα που πήγαν στο Μόναχο. Ζωγράφιζαν ελληνικά θέματα, αλλά σαν Γερμανοί. Αλλά το γερμανικό φως, ή μάλλον η γερμανική καταχνιά, που έμαθε τους Γερμανούς να φτιάχνουν αριστουργήματα, δεν έχει καμιά σχέση με το φως της Ελλάδας.
Το ίδιο κι οι σκιές. Και, ξαφνικά, ανάμεσα στους γερμανοσπουδαγμένους «λόγιους» έλληνες ζωγράφους, από το πουθενά, ξεπετάχτηκε ένας Θεόφιλος, ένας ξυπόλυτος με μια λερή φουστανέλα, που εξέφρασε την αληθινή ελληνικότητα όσο κανένας άλλος... Εγώ, δουλεύοντας πάνω στη σκληρή αντίθεση της σκιάς και του φωτός του ελληνικού, συνεχίζω ακριβώς αυτή την παράδοση με νέο τρόπο. Κι έτσι σε όλον τον κόσμο άνθρωποι μου λένε ότι νιώθουν μέσα από τα έργα μου τη συνέχεια με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, χωρίς να ξέρουν το γιατί... Σήμερα, την ελληνικότητα τη βλέπω ακόμα και στα αυθαίρετα. Στα σπίτια που χτίζονταν μέσα σε ένα βράδυ όπως όπως, με ό,τι ταπεινά υλικά υπήρχαν διαθέσιμα εκείνη τη στιγμή. Αντίθετα, δεν τη βλέπω καθόλου σε τερατώδη κτίρια στη Μύκονο ή σε άλλα νησιά, που μπορεί να κρατούν το λευκό χρώμα ή την πέτρα, αλλά που οι διαστάσεις, οι αναλογίες και οι όγκοι τους δεν έχουν καμιά σχέση με την αληθινή αρχιτεκτονική εκείνης της γης και την προσβάλλουν. Το Αιγαίο, που τώρα όλοι μιλούν γι΄ αυτό, δεν το ξέραμε, ο Ελύτης μάς το ΄μαθε, αλλά δεν το καταλάβαμε. Ελληνικότητα δεν είναι να πηγαίνεις και να αντιγράφεις το παρελθόν σου. Ελληνικότητα είναι να μαθαίνεις από όλα αυτά, να τα κουβαλάς μέσα σου και να τα ξέρεις, αλλά, όπως ο Οδυσσέας, να κάνεις αυτό που αυτός εδώ ο τόπος σού ζητά. Να παίρνεις το ελληνικό και να το κάνεις παγκόσμιο. Εγώ τουλάχιστον αυτό προσπάθησα να κάνω όλα αυτά τα χρόνια. Και το είδα να γίνεται. Η αρχή της Οδύσσειας είναι η ελληνικότητα. Και γι΄ αυτό δεν κινδυνεύει από όλες τις αλλαγές. Αν κινδυνεύει η ελληνικότητα, κινδυνεύει μόνο από εμάς τους ίδιους...
Ο κ. Αλέκος Φασιανός είναι ζωγράφος.
1 σχόλιο:
Ο Σημίτης δικαιώνεται
Τι εθνική ταυτότητα, εδώ κινδυνεύουμε άμεσα να χάσουμε την εθνική μας υπόσταση και την όποια ανεξαρτησία μας.
Τον Δεκέμβριο του 2008 ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, με άρθρο του στην "Καθημερινή", είχε προειδοποιήσει για τον κίνδυνο προσφυγής της χώρας στο ΔΝΤ, εάν δεν ανατρεπόταν το οικονομικό-αναπτυξιακό μοντέλο. Εισέπραξε οργή από την τότε κυβέρνηση της ΝΔ και ψυχρότητα από το ΠΑΣΟΚ.
Είχε πει, λοιπόν, έναν χρόνο πριν ότι «ο δανεισμός της χώρας έχει γίνει θέμα στον διεθνή Τύπο. Η Ελλάδα αναφέρεται ως η χώρα η οποία αναλογικά με το ΑΕΠ της θα έχει το 2009 τον υψηλότερο δανεισμό στην Ευρώπη”.
Και συνέχιζε επικαλούμενος κύκλους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: “Στην ΕΕ υπάρχει η άποψη ότι η Ελλάδα δεν προσαρμόζεται στις επιταγές της ΟΝΕ και ότι νουθεσίες και επιτηρήσεις δεν αρκούν. Θεωρούν ότι η τωρινή πολιτική ηγεσία της χώρας, που στηρίχθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε όλες τις σημαντικές επιδιώξεις της, την απογραφή, την αναθεώρηση του ΑΕΠ, τη γρήγορη ολοκλήρωση της διαδικασίας της επιτήρησης, εκμεταλλεύθηκε αυτή τη συμπαράσταση για να χειροτερεύσει κατά πολύ τα πράγματα και να μην τηρήσει δεσμεύσεις. Απλά, τους κορόιδεψε».
Κατά τους ίδιους κύκλους, τόνιζε ο κ. Σημίτης, “η Ελλάδα καλό θα ήταν να αναγκαστεί να προσφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για να εξασφαλίσει τον απαραίτητο δανεισμό, ώστε η παρακολούθηση της ελληνικής οικονομίας να είναι αρμοδιότητά του και όχι φροντίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. «Αφορμές για μια τέτοια κίνηση μπορούν να βρεθούν, αν συνεχιστεί η σημερινή πορεία» κατέληγε.
Η προφητεία έχει κατά το ήμισυ εκπληρωθεί…
Δημοσίευση σχολίου