Έχουμε αναφερθεί και σχολιάσει τα των ορκωμοσιών << Τα του Καίσαρος …. και τα του Θεού ….
Άθεες θρησκείες και θρησκευόμενοι πολιτικοί… >>
Επανερχόμαστε με αναδημοσιεύσεις που αφορούν το θέμα και με επιστημονικές ιστορικές αναφορές.
Φευ, όμως, η διδασκαλία της Εκκλησίας άλλα επιτάσσει...
…..Ηδη στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο βρίσκουμε σαφή την εντολή του ιδρυτού της: «εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως» (Ματθ. 5.34-37).
Η απαγόρευση απαντά και στους κανόνες του Μ. Βασιλείου, που επικυρώθηκαν από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, ο οποίος ρητώς ορίζει ότι «ο όρκος απηγόρευται» (καν. 29).
Το θέμα αντιμετωπίζει και εγκύκλιος επιστολή του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ανθίμου Δ΄ (1849), η οποία προσυπογράφεται και από τους λοιπούς Ορθόδοξους Πατριάρχες και τα μέλη της Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που θεωρεί «αθέμιτον όλως...το ορκίζεσθαι τους ευσεβείς χριστιανούς, είτε κατ΄ ιδίαν είτε εν τοις δικαστηρίοις».
Η Πολιτεία τον επέβαλε
Σε απόλυτη συνέπεια προς τις επιταγές της Εκκλησίας θεσμοθετείται από τη νομοθεσία μας ότι οι κληρικοί όλων των βαθμών και οι ιερομόναχοι δεν ορκίζονται αλλά διαβεβαιώνουν στην ιερωσύνη ή την αρχιερωσύνη τους.
Τούτο επιτάσσει και ο ισχύων Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος προκειμένου για τη «διαβεβαίωση» που δίδουν ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και οι Μητροπολίτες μετά την έκδοση του διατάγματος περί αναγνωρίσεως και καταστάσεως αυτών και πριν από την ενθρόνισή τους.
Συνεπώς δεν είναι η Εκκλησία που απαιτεί την επιβολή του όρκου, αφού η διδασκαλία της τον απαγορεύει. Είναι η Πολιτεία που τον επέβαλε για να υπηρετήσει τους δικούς της σκοπούς. Αλλά και η κοινωνική πραγματικότητα έχει, και στη χώρα μας, ριζικώς διαφοροποιηθεί.
Εχουν περάσει πολλά χρόνια από την εποχή που προτάσεις νόμων των τότε βουλευτών Στ. Παπαθεμελή και Ι. Κουτσοχέρα για κατάργηση της ορκοδοσίας δεν έτυχαν της αποδοχής της Βουλής.
Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η πονηρία του όρκου
Το θέμα του όρκου μπορεί να το αντιμετωπίση κανείς από πολλές πλευρές, ήτοι θεολογική, φιλοσοφική, κοινωνιολογική, νομική κ.λπ. Διετυπώθησαν κατά καιρούς πολλές απόψεις για το αν πρέπει να θεσπίζεται ο όρκος σε χριστιανικά ή κοσμικά κράτη.
Θεωρώ ότι δύο είναι οι βάσεις πάνω στις οποίες μπορεί ένας κληρικός να εκφέρη την άποψή του για την διατήρηση ή την κατάργηση του όρκου. Η μία είναι ποια είναι η σκοπιμότητα της πρότασης για κατάργηση: Γίνεται από σεβασμό στον Θεό, στην Εκκλησία, στις προσωπικές πεποιθήσεις, ή από προσπάθεια αποθρησκειοποίησης της κοινωνίας; Η άλλη βάση είναι καθαρά θεολογική, που συνδέεται με μια εκκοσμικευμένη χριστιανική ζωή.
Οταν δη κανείς το θέμα από χριστιανικής πλευράς, δεν μπορεί να παρακάμψη τον απόλυτο λόγο του Χριστού: «Πάλιν ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, ουκ επιορκήσεις, αποδώσεις δε τω Κυρίω τους όρκους σου. Εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως». Και εξηγεί ότι δεν πρέπει να ορκίζεται κανείς ούτε στον ουρανό, ούτε στη γη, ούτε στα Ιεροσόλυμα, ούτε στην κεφαλή του- τον εαυτό του. Οι χριστιανοί που ζουν με την αλήθεια πρέπει να είναι ειλικρινείς: « Εστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου· το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστίν » (Ματθ. ε, 33-37).
Μπορεί κανείς να εντοπίση μερικά αγιογραφικά χωρία στα οποία φαίνεται ότι είναι αποδεκτός ο όρκος, αλλά ο λόγος του Χριστού είναι σαφέστατος και απόλυτος. Ο ιερός Θεοφύλακτος Βουλγαρίας λέγει ότι στην Παλαιά Διαθήκη «ουκ ην πονηρόν τότε το ομνύειν», αλλά «μετά Χριστόν εστί πονηρόν».
Οι Πατέρες της Εκκλησίας συνιστούν στους χριστιανούς να αποφεύγουν να δίνουν όρκους. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνιστά: «Απαλλάγητε της των όρκων συνηθείας». Και όχι μόνο τους αποτρέπει να ορκίζονται, αλλά ομιλεί με καυστικό λόγο γι΄ αυτούς που το κάνουν, θέτοντας μάλιστα το χέρι τους στο Ευαγγέλιο, το οποίο απαγορεύει τον όρκο. Ερωτά: «Συ δε τον νόμον τον κωλύοντα ομνύναι, τούτον όρκον ποιείς;». Και αναφωνεί: «Ω, της ύβρεως! Ω, της παροινίας» , δηλαδή της διαγωγής του μέθυσου, της παραφροσύνης. Είναι σαν να θέλη κανείς να έχη σύμμαχο στην σφαγή τον νομοθέτη που κωλύει τον φόνο. Και επιλέγει: «Στένω και δακρύω και φρίττω», όταν βλέπη κάποιον να εισέρχεται στην Αγία Τράπεζα, «και τας χείρας θέντα και το Ευαγγέλιον αψάμενον και ομνύοντα».
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφερόμενος στους όρκους λέγει: «Ορκος ημίν εστί η του επερωτήσαντος και πεισθέντος πληροφορία». Ισχυρίζεται δε ότι δεν πρέπει κανείς να χρησιμοποιή προφάσεις για να ορκισθή, αλλά εάν απατήθηκε και ορκίσθηκε να χύνη δάκρυα μπροστά στον Θεό. Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς προτρέπει: «Φεύξη τον όρκον τελείως».
Ο όρκος, και μάλιστα όταν δίνεται πάνω στο Ευαγγέλιο, είναι παράβαση, αμαρτία, πονηρία, και δεν μπορεί κανείς να χρησιμοποιή προφάσεις για να δικαιολογήση την πράξη αυτή. Βεβαίως, όταν ζη κανείς σε εκκοσμικευμένες κοινωνίες, δυστυχώς αλλοιώνει τη διδασκαλία του Χριστού, όχι μόνον στο θέμα του όρκου, αλλά και σε άλλα θέματα.
Θεωρώ ότι ο όρκος που δίνεται στο όνομα του Τριαδικού Θεού και μάλιστα πάνω στο Ευαγγέλιο, το οποίο τον απαγορεύει, πρέπει να καταργηθή- ίσως να αντικατασταθή με μια διαβεβαίωση- γιατί όχι μόνον δεν προσφέρει τίποτε, όταν δίνεται από άνθρωπο που έχει αμβλυμμένη συνείδηση, αλλά δίδει και αφορμή για άλλες παραβάσεις, όπως επιορκία και ψευδορκία.
Παράλληλα όμως πρέπει κατά λόγο δικαιοσύνης να καταργηθή και η διαβεβαίωση που δίνει ο Αρχιερεύς πριν από την ενθρόνισή του, ενώπιον του Ανωτάτου Αρχοντος, ότι θα τηρήση τους Ιερούς Κανόνες, ωσάν να μην έφθανε η ομολογία που έδωσε ενώπιον όλης της Εκκλησίας κατά τη χειροτονία του εις Επίσκοπο. Αυτή την πράξη την θεωρώ υποτιμητική του αρχιερατικού αξιώματος.
Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ
Από το ΒΗΜΑ Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009
Άθεες θρησκείες και θρησκευόμενοι πολιτικοί… >>
Επανερχόμαστε με αναδημοσιεύσεις που αφορούν το θέμα και με επιστημονικές ιστορικές αναφορές.
Φευ, όμως, η διδασκαλία της Εκκλησίας άλλα επιτάσσει...
…..Ηδη στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο βρίσκουμε σαφή την εντολή του ιδρυτού της: «εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως» (Ματθ. 5.34-37).
Η απαγόρευση απαντά και στους κανόνες του Μ. Βασιλείου, που επικυρώθηκαν από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, ο οποίος ρητώς ορίζει ότι «ο όρκος απηγόρευται» (καν. 29).
Το θέμα αντιμετωπίζει και εγκύκλιος επιστολή του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ανθίμου Δ΄ (1849), η οποία προσυπογράφεται και από τους λοιπούς Ορθόδοξους Πατριάρχες και τα μέλη της Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που θεωρεί «αθέμιτον όλως...το ορκίζεσθαι τους ευσεβείς χριστιανούς, είτε κατ΄ ιδίαν είτε εν τοις δικαστηρίοις».
Η Πολιτεία τον επέβαλε
Σε απόλυτη συνέπεια προς τις επιταγές της Εκκλησίας θεσμοθετείται από τη νομοθεσία μας ότι οι κληρικοί όλων των βαθμών και οι ιερομόναχοι δεν ορκίζονται αλλά διαβεβαιώνουν στην ιερωσύνη ή την αρχιερωσύνη τους.
Τούτο επιτάσσει και ο ισχύων Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος προκειμένου για τη «διαβεβαίωση» που δίδουν ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και οι Μητροπολίτες μετά την έκδοση του διατάγματος περί αναγνωρίσεως και καταστάσεως αυτών και πριν από την ενθρόνισή τους.
Συνεπώς δεν είναι η Εκκλησία που απαιτεί την επιβολή του όρκου, αφού η διδασκαλία της τον απαγορεύει. Είναι η Πολιτεία που τον επέβαλε για να υπηρετήσει τους δικούς της σκοπούς. Αλλά και η κοινωνική πραγματικότητα έχει, και στη χώρα μας, ριζικώς διαφοροποιηθεί.
Εχουν περάσει πολλά χρόνια από την εποχή που προτάσεις νόμων των τότε βουλευτών Στ. Παπαθεμελή και Ι. Κουτσοχέρα για κατάργηση της ορκοδοσίας δεν έτυχαν της αποδοχής της Βουλής.
Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η πονηρία του όρκου
Το θέμα του όρκου μπορεί να το αντιμετωπίση κανείς από πολλές πλευρές, ήτοι θεολογική, φιλοσοφική, κοινωνιολογική, νομική κ.λπ. Διετυπώθησαν κατά καιρούς πολλές απόψεις για το αν πρέπει να θεσπίζεται ο όρκος σε χριστιανικά ή κοσμικά κράτη.
Θεωρώ ότι δύο είναι οι βάσεις πάνω στις οποίες μπορεί ένας κληρικός να εκφέρη την άποψή του για την διατήρηση ή την κατάργηση του όρκου. Η μία είναι ποια είναι η σκοπιμότητα της πρότασης για κατάργηση: Γίνεται από σεβασμό στον Θεό, στην Εκκλησία, στις προσωπικές πεποιθήσεις, ή από προσπάθεια αποθρησκειοποίησης της κοινωνίας; Η άλλη βάση είναι καθαρά θεολογική, που συνδέεται με μια εκκοσμικευμένη χριστιανική ζωή.
Οταν δη κανείς το θέμα από χριστιανικής πλευράς, δεν μπορεί να παρακάμψη τον απόλυτο λόγο του Χριστού: «Πάλιν ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, ουκ επιορκήσεις, αποδώσεις δε τω Κυρίω τους όρκους σου. Εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως». Και εξηγεί ότι δεν πρέπει να ορκίζεται κανείς ούτε στον ουρανό, ούτε στη γη, ούτε στα Ιεροσόλυμα, ούτε στην κεφαλή του- τον εαυτό του. Οι χριστιανοί που ζουν με την αλήθεια πρέπει να είναι ειλικρινείς: « Εστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου· το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστίν » (Ματθ. ε, 33-37).
Μπορεί κανείς να εντοπίση μερικά αγιογραφικά χωρία στα οποία φαίνεται ότι είναι αποδεκτός ο όρκος, αλλά ο λόγος του Χριστού είναι σαφέστατος και απόλυτος. Ο ιερός Θεοφύλακτος Βουλγαρίας λέγει ότι στην Παλαιά Διαθήκη «ουκ ην πονηρόν τότε το ομνύειν», αλλά «μετά Χριστόν εστί πονηρόν».
Οι Πατέρες της Εκκλησίας συνιστούν στους χριστιανούς να αποφεύγουν να δίνουν όρκους. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνιστά: «Απαλλάγητε της των όρκων συνηθείας». Και όχι μόνο τους αποτρέπει να ορκίζονται, αλλά ομιλεί με καυστικό λόγο γι΄ αυτούς που το κάνουν, θέτοντας μάλιστα το χέρι τους στο Ευαγγέλιο, το οποίο απαγορεύει τον όρκο. Ερωτά: «Συ δε τον νόμον τον κωλύοντα ομνύναι, τούτον όρκον ποιείς;». Και αναφωνεί: «Ω, της ύβρεως! Ω, της παροινίας» , δηλαδή της διαγωγής του μέθυσου, της παραφροσύνης. Είναι σαν να θέλη κανείς να έχη σύμμαχο στην σφαγή τον νομοθέτη που κωλύει τον φόνο. Και επιλέγει: «Στένω και δακρύω και φρίττω», όταν βλέπη κάποιον να εισέρχεται στην Αγία Τράπεζα, «και τας χείρας θέντα και το Ευαγγέλιον αψάμενον και ομνύοντα».
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφερόμενος στους όρκους λέγει: «Ορκος ημίν εστί η του επερωτήσαντος και πεισθέντος πληροφορία». Ισχυρίζεται δε ότι δεν πρέπει κανείς να χρησιμοποιή προφάσεις για να ορκισθή, αλλά εάν απατήθηκε και ορκίσθηκε να χύνη δάκρυα μπροστά στον Θεό. Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς προτρέπει: «Φεύξη τον όρκον τελείως».
Ο όρκος, και μάλιστα όταν δίνεται πάνω στο Ευαγγέλιο, είναι παράβαση, αμαρτία, πονηρία, και δεν μπορεί κανείς να χρησιμοποιή προφάσεις για να δικαιολογήση την πράξη αυτή. Βεβαίως, όταν ζη κανείς σε εκκοσμικευμένες κοινωνίες, δυστυχώς αλλοιώνει τη διδασκαλία του Χριστού, όχι μόνον στο θέμα του όρκου, αλλά και σε άλλα θέματα.
Θεωρώ ότι ο όρκος που δίνεται στο όνομα του Τριαδικού Θεού και μάλιστα πάνω στο Ευαγγέλιο, το οποίο τον απαγορεύει, πρέπει να καταργηθή- ίσως να αντικατασταθή με μια διαβεβαίωση- γιατί όχι μόνον δεν προσφέρει τίποτε, όταν δίνεται από άνθρωπο που έχει αμβλυμμένη συνείδηση, αλλά δίδει και αφορμή για άλλες παραβάσεις, όπως επιορκία και ψευδορκία.
Παράλληλα όμως πρέπει κατά λόγο δικαιοσύνης να καταργηθή και η διαβεβαίωση που δίνει ο Αρχιερεύς πριν από την ενθρόνισή του, ενώπιον του Ανωτάτου Αρχοντος, ότι θα τηρήση τους Ιερούς Κανόνες, ωσάν να μην έφθανε η ομολογία που έδωσε ενώπιον όλης της Εκκλησίας κατά τη χειροτονία του εις Επίσκοπο. Αυτή την πράξη την θεωρώ υποτιμητική του αρχιερατικού αξιώματος.
Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ
Από το ΒΗΜΑ Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009
1 σχόλιο:
Για δείτε κι αυτό
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=46&ct=6&artid=278822&dt=03/11/2009
Δημοσίευση σχολίου